Οι Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες είναι το κορυφαίο αθλητικό ραντεβού των χειμερινών σπορ, που διεξάγεται κάθε τέσσερα χρόνια από το 1924 υπό την αιγίδα της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ).
Η ιδέα για τη διοργάνωσή τους ανήκε στον σουηδό στρατηγό και σπόρτσμαν Βίκτορ Γκούσταβ Μπαλκ (1844-1928), εμπνευστή των Βορείων ή Σκανδιναβικών Αγώνων (Nordic Games), που διεξήχθησαν από το 1901 έως το 1926, με έμφαση στα χειμερινά σπορ. Ο Μπαλκ έπεισε τον φίλο του ιδρυτή της ΔΟΕ βαρώνο Πιερ Ντε Κουμπερτέν να συμπεριλάβει χειμερινά αγωνίσματα στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Έτσι, στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου το 1908 έκανε την εμφάνισή του το άθλημα των παγοδρομιών.
Τρία χρόνια αργότερα, η ΔΟΕ πρότεινε στους διοργανωτές των Ολυμπιακών της Στοκχόλμης να οργανώσουν εβδομάδα χειμερινών σπορ, ως παράλληλη εκδήλωση. Αυτοί αρνήθηκαν, για να μην υποβαθμιστούν οι Βόρειοι Αγώνες. Στους Ολυμπιακούς της Αμβέρσας του 1920, τους πρώτους μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, τα χειμερινά σπορ επανήλθαν στο πρόγραμμα, με τη διεξαγωγή αγωνισμάτων στις παγοδρομίες και το χόκεϊ επί πάγου.
Την επόμενη χρονιά, στη σύνοδο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής στη Λοζάνη, αποφασίστηκε να ανατεθεί στη Γαλλία, που θα αναλάμβανε τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1924 να διοργανώσει τη Διεθνή Εβδομάδα Χειμερινών Αγωνισμάτων. Η εκδήλωση αυτή, που είχε τελικά διάρκεια δέκα ημερών, σημείωσε μεγάλη επιτυχία και αργότερα της δόθηκε αναδρομικά ο τίτλος των Πρώτων Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων.
Η Ελλάδα έλαβε μέρος για πρώτη φορά σε Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες το 1936 και η Κύπρος το 1980. Και οι δύο κρατικές οντότητες του Ελληνισμού, όχι μόνο δεν έχουν κατακτήσει ποτέ κάποιο μετάλλιο, αλλά ούτε κατά διάνοια το έχουν πλησιάσει.
Επιτυχία θεωρείται αν κάποιος Έλληνας αθλητής συμπεριληφθεί στους 30 πρώτους του αγωνίσματός του. Αυτό οφείλεται στο θερμό κλίμα των δύο χωρών, τις ελλιπείς εγκαταστάσεις και στην ερασιτεχνική ιδιότητα των αθλητών.