Νέα μελέτη θέτει νέους προβληματισμούς σχετικά με την κατανάλωση αλκοόλ με σκοπό να προστατεύσει κάποιος την υγεία του. Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με νεότερα στοιχεία, δε διαπιστώθηκε κάποια απόδειξη ότι η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ προστατεύει από καρδιοπάθειες ή διαβήτη.
Οι ερευνητές εξηγούν ότι οι προηγούμενες έρευνες που συνέδεαν τη μέτρια κατανάλωση αλκοόλ με τον χαμηλότερο κίνδυνο καρδιοαγγειακών παθήσεων και διαβήτη ήταν παρατηρητικές και δεν μπορούσαν να λάβουν υπόψη σημαντικούς παράγοντες, όπως η γενετική προδιάθεση.
«Αυτές οι μελέτες δεν υποδεικνύουν αιτιακή σχέση, αλλά απλώς καταγράφουν τη συσχέτιση δύο παραμέτρων με την πάροδο του χρόνου. Και αυτή η συσχέτιση μπορεί να επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, κάποιους από τους οποίους δεν είχαμε αναγνωρίσει μέχρι πρόσφατα», σημείωσε ο Δρ. Henry Kranzler από την Ιατρική Σχολή Perelman του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια.
Στη νέα μελέτη, ο Δρ. Kranzler και μια ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια εξέτασαν τις συνήθειες κατανάλωσης αλκοόλ και τα ιατρικά αρχεία περισσότερων από 33.000 βετεράνων των ΗΠΑ με καρδιοπάθειες, συγκρίνοντάς τους με μια ομάδα ελέγχου 165.000 υγιών βετεράνων. Η μελέτη περιλάμβανε επίσης 28.000 ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
Αυτή τη φορά, οι ερευνητές έλαβαν υπόψη τους ένα ευρύ φάσμα παραμέτρων, περιλαμβανομένων των γενετικών κινδύνων που σχετίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ, σε έναν μεγάλο πληθυσμό με διαφορετική καταγωγή.
«Αυτό που διαπίστωσε η μελέτη είναι ότι η προστατευτική δράση της χαμηλής κατανάλωσης αλκοόλ δεν είναι πραγματική. Όταν ελέγξαμε για παράγοντες που συνήθως δεν λαμβάνονται υπόψη σε παρατηρητικές μελέτες, η συσχέτιση εξαφανίστηκε και το προστατευτικό όφελος εξαλείφεται», δήλωσε ο Δρ. Kranzler.
Ποιο είναι το συμπέρασμα για όσους καταναλώνουν αλκοόλ και για εκείνους που το αποφεύγουν ανησυχώντας για τις καρδιοπάθειες και τον διαβήτη; «Δεν χρειάζεται να πίνετε αλκοόλ για να μειώσετε τον κίνδυνο. Για όσους επιθυμούν να απολαύσουν ένα ποτό, είναι καλύτερο να το περιορίσουν σε ένα ποτό την ημέρα» καταλήγει ο Δρ. Kranzler.