Στη δίνη των συνεχών αναβολών λήψης κρίσιμων αποφάσεων και του ενδεχομένου να συρθεί η διαπραγμάτευση με τους δανειστές ακόμα και έως τον Ιούνιο, κινδυνεύει να βυθιστεί η κυβέρνηση, βλέποντας όλο το σχέδιό της για έξοδο από την κρίση και ανάκαμψη της οικονομίας να αμφισβητείται στην πράξη.
Η δεύτερη αξιολόγηση έχει ήδη καθυστερήσει σημαντικά, αλλά φαίνεται ότι ακόμη δεν υπάρχει κανένας σαφής ορίζοντας. Μάλιστα τις τελευταίες ημέρες εμφανίζεται ως πιθανό το σενάριο να χαθεί και η ημερομηνία της 20ης Φεβρουαρίου (συνεδρίαση του Eurogroup), που αποτελεί ορόσημο για την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση (QE) της ΕΚΤ στις 9 Μαρτίου. Εάν δεν ενταχθεί η χώρα στο QE τον επόμενο μήνα τότε θα πρέπει να περιμένει ίσως και ένα δίμηνο ακόμη, κάτι που πιθανότατα θα έχει εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις για την επίτευξη των φετινών δημοσιονομικών στόχων, αφού η ποσοτική χαλάρωση θεωρείται προϋπόθεση για την επιτυχία του προγράμματος για το 2017.
Η ανησυχία έχει χτυπήσει κόκκινο μετά το διπλό χτύπημα των τελευταίων ημερών από τους δανειστές και ιδίως από τον άξονα Βερολίνο-ΔΝΤ. Την αρχή έκανε ο Β. Σόιμπλε ο οποίος φέρεται να διαμήνυσε ότι δεν βιάζεται για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και ότι μπορεί να περιμένει ακόμα και μέχρι τον Ιούνιο. Αυτό ανατρέπει την εκτίμηση ή και προσδοκία της Αθήνας ότι η γερμανική πλευρά επιθυμεί να μην συρθεί επί μακρόν το ελληνικό ζήτημα, καθώς έχει το άγχος των εκλογών του Φθινοπώρου.
Γι' αυτό και το Μαξίμου έσπευσε να διαρρεύσει την Παρασκευή, αμέσως μετά τη συνάντηση Τσίπρα-Μέρκελ, ότι οι δύο ηγέτες συμφώνησαν να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση εντός του Φεβρουαρίου. Στην πραγματικότητα, αυτός ο στόχος είναι μία εικασία, αφού η καγκελάριος προφανώς δεν έχει αντίρρηση για τη γρήγορη αξιολόγηση, αρκεί να υπάρξει συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με τους Θεσμούς, στους οποίους έτσι κι αλλιώς παραπέμπει τον κ. Τσίπρα – έτσι έκανε και την Παρασκευή από τη Μάλτα.
Το δεύτερο χτύπημα έρχεται από την Ουάσιγκτον, καθώς οι πληροφορίες φέρουν το ΔΝΤ να μην λαμβάνει απόφαση για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, ούτε καν την ερχόμενη Δευτέρα. Η 6η Φεβρουαρίου έχει κριθεί ως σημαντική ημερομηνία, αφού το ξεκαθάρισμα των προθέσεων του Ταμείου μπορεί να οδηγήσει υπό προϋποθέσεις σε συμφωνία στο eurogroup στις 20 Φεβρουαρίου. Εάν το ΔΝΤ αναβάλλει την όποια απόφασή του, επειδή προφανώς δεν διαπιστώνει σύγκλιση απόψεων μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων πλευρών, τότε τα πράγματα θα παραμείνουν θολά, αφού οι Ευρωπαίοι στο σύνολό τους έχουν ξεκαθαρίσει ότι η συμμετοχή του είναι όρος για τη συνέχιση του ελληνικού προγράμματος.
Ορισμένοι κυβερνητικοί παράγοντες δεν θεωρούν μία ακόμη μικρή καθυστέρηση, τόσο σημαντική. Εκτιμούν ότι ακόμη κι αν ολοκληρωθεί τον Μάρτιο ή έστω αρχές Απριλίου η αξιολόγηση και πάλι η ελληνική οικονομία μπορεί να προλάβει το τρένο της ανάπτυξης και την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, ώστε να μην ενεργοποιηθεί ο “κόφτης”, που ήδη έχει θεσμοθετηθεί. Πιστεύουν ότι αρκεί να μπει η χώρα και τον Μάιο στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ για να εισέλθει η οικονομία σε έναν “ενάρετο κύκλο” και να υπάρξει αναπτυξιακό και επενδυτικό μπουμ.
Δεν συμφωνούν όμως όλοι και δεν συμμερίζονται την άποψη αυτή κάποια κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Νίκος Βούτσης, ο Νίκος Φίλης, αλλά και ο υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης. Ο φόβος αυτής της πλευράς, που ενδεχομένως απασχολεί και στελέχη της ηγετικής ομάδας πέριξ του Μαξίμου είναι ότι πρόκειται για ένα “βρώμικο” σχέδιο υπονόμευσης της ελληνικής προσπάθειας από ορισμένους ακραίους κύκλους των δανειστών. Και ότι με την παρελκυστική τους τακτική αυτοί οι κύκλοι οδηγούν στην αποτυχία το ελληνικό πρόγραμμα, ακριβώς για να σύρουν την κυβέρνηση είτε σε μία εξευτελιστική υποχώρηση, είτε στην πτώση. Υπό αυτή την έννοια θέτουν ακόμη και το σενάριο των εκλογών, ως διέξοδο από την επίκδυνη διελκυστίνδα.
Ο Αλέξης Τσίπρας φέρεται αυτή την ώρα ως θιασώτης της πρώτης άποψης. Έχει επιλέξει να επιμείνει δια της πολιτικής διαπραγμάτευσης στην αναζήτηση μίας συμφωνίας, που θα είναι μεν επώδυνη και με σκληρά μέτρα, αλλά θα μπορεί να την περάσει από τη Βουλή, πλασάροντάς την ως θετική στο σύνολό της, παρά τις επιμέρους υποχωρήσεις, ώστε να κερδίσει χρόνο.
Το επιτελείο του πρωθυπουργού δείχνει να επενδύει πολλά στην ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών στην Ευρώπη, που θα προκύψει με μία ενδεχόμενη ήττα των Μέρκελ και Σόιμπλε στις γερμανικές εκλογές από τους σοσιαλδημοκράτες των Σουλτς και Γκάμπριελ, οι οποίοι τηρούν σαφώς πιο ευνοϊκή στάση απέναντι στο ελληνικό πρόγραμμα και πάντως απορρίπτουν τη συνταγή της σκληρής λιτότητας.
Παρά το στόχο να κερδίσει χρόνο και να προλάβει ένα τέτοιο πολιτικό σκηνικό στην Ευρώπη, ο κ. Τσίπρας δεν είναι βέβαιο ότι στο μεταξύ θα δεχθεί να υπογράψει οποιαδήποτε συμφωνία με τους δανειστές. Υπάρχει μεν η διακηρυγμένη θέση του ότι οι εκλογές πριν καν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικές εξελίξεις, ωστόσο δεν είναι πλέον απίθανο να οδηγηθεί αναγκαστικά στις κάλπες, εάν διαπιστώσει ότι οι δανειστές μπορεί να τον οδηγήσουν τον Ιούνιο, λίγο πριν το χείλος της χρεοκοπίας και υπό την απειλή αυτής, σε μία αδιανόητα οδυνηρή και σκληρή υποχώρηση.
p.p1 {margin: 0.0px 0.0px 0.0px 0.0px; font: 12.0px 'Helvetica Neue'; color: #454545}
p.p2 {margin: 0.0px 0.0px 0.0px 0.0px; font: 12.0px 'Helvetica Neue'; color: #454545; min-height: 15.0px}
p.p3 {margin: 0.0px 0.0px 0.0px 0.0px; font: 12.0px 'Helvetica Neue'; color: #454545; min-height: 14.0px}