Το Doodle της Google, της μεγαλύτερης μηχανής αναζήτησης είναι σήμερα Πέμπτη, αφιερωμένο στον Άλαν Πάτον. Συγκεκριμένα το Doodle της Google είναι αφιερωμένο στην 115η επέτειο από τη γέννηση του Νοτιοαφρικανού συγγραφέα και ακτιβιστή Άλαν Πάτον.
Με το έργο του, ο Πάτον «σύστησε» ουσιαστικά τη Νότια Αφρική στον υπόλοιπο κόσμο, πριν ξεκινήσει η περίοδος του Απαρτχάιντ.
O Άλαν Πάτον γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 11 Ιανουαρίου 1903 και πέθανε τον Απρίλιο του 1988. Ο διάσημος συγγραφέας και γνωστός για την ανθρωπιστική του δράση ήταν από τους πρώτους διανοούμενους που μίλησαν χωρίς φόβο ενάντια στον φυλετικό διαχωρισμό.
Τα πολύ δύσκολα χρόνια που έζησε στην επαρχία Natal (σήμερα KwaZulu-Natal), όπου γεννήθηκε ο Άλαν Πάτον, ήταν αυτά που «στιγμάτισαν» και ολόκληρη τη ζωή του. Από μικρός εκτέθηκε σε σωματική βία και την τιμωρία, και πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια. Μάλιστα, όπως ο ίδιος είχε αναφέρει σε συνέτευξή του, τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, αποδείχθηκαν μετά από χρόνια ότι ήταν και η σπίθα για τη δική του «επανάσταση». Τα βιώματά του ήταν και αυτά που τον οδήγησαν στη διαχρονική αντίθεσή του σε κάθε μορφή αυταρχισμού και σωματικής βίας.
Αργότερα, ως διαχειριστής του σωφρονιστηρίου Diepkloof, για νεαρούς μαύρους παραβάτες, ανέπτυξε ένα αμφιλεγόμενο αλλά βαθιά ανθρώπινο σύστημα σωφρονιστικής μεταρρύθμισης, το οποίο περιλάμβανε ανοιχτούς κοιτώνες, εργασία εκτός της φυλακής, καθώς και επισκέψεις στο σπίτι.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Πάτον περιόδευσε εγκαταστάσεις διορθωτικών μεταρρυθμίσεων σε όλο τον κόσμο, κατά τη διάρκεια των οποίων άρχισε να γράφει το «Cry, the Beloved Country». Το βιβλίο δημοσιεύθηκε το 1948, το έτος κατά το οποίο το Απαρτχάιντ ήταν επίσημα θεσμοθετημένο, ξεκινώντας τέσσερις δεκαετίες φυλετικού διαχωρισμού στη Νότιο Αφρική. Το μεγαλύτερο έργο του είναι μια ιστορία της φυλετικής αδικίας, του ανθρώπινου πόνου και της λύτρωσης, καθώς δύο πατέρες καταλήγουν να συμφωνούν με την απώλεια των γιων τους.
Το Doodle απεικονίζει τον Πάτον σε μια βόλτα με το τρένο στο οποίο φέρεται να έλαβε έμπνευση για να γράψει το «Cry, the Beloved Country».
Συναντήθηκε με την πρώτη του γυναίκα, όταν ήταν ακόμα στο σχολείο. Παντρεύτηκαν το 1928 και έκαναν δύο γιους.
Παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του το 1969 και παρέμειναν μαζί μέχρι να πεθάνει από καρκίνο το 1988, τρία χρόνια πριν από το τέλος του Απαρτχάιντ.