Οι Κρητικοί οι οποίοι είχαν επιχειρεί για ακόμη μία φορά να αποτινάξουν τον οθωμανικό ζυγό μετά την ταπεινωτική ήττα της Ελλάδας στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν τίποτα περισσότερο από την αυτονομία που τους προσέφεραν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Στις 18 Ιουλίου 1898 η Συνέλευση των Κρητών εξέλεξε εκτελεστική επιτροπή, το «Εκτελεστικόν Κρήτης», που θα ανελάμβανε τη διακυβέρνηση της νήσου για το χρονικό διάστημα μέχρι την άφιξη του ύπατου αρμοστή πρίγκιπα Γεωργίου, δευτερότοκου γιου του βασιλιά των Ελλήνων, Γεωργίου Α’.
Το αποτελούσαν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Ιωάννης Ζαχαράκης, ο Ιωάννης Σφακιανάκης, ο Εμμανουήλ Μυλωνογιαννάκης, ο Νικόλαος Γιαμαλάκης και ο Αντώνιος Χατζηδάκης.
Η εξέλιξη αυτή ανησύχησε, όπως ήταν φυσικό, τους Τουρκοκρητικούς (γηγενείς μουσουλμάνους, ως επί το πλείστον), που αποτελούσαν περί το 15% του συνολικού αριθμού των κατοίκων της μεγαλονήσου.
Κι ενώ απόσπασμα του αγγλικού στρατού εγκαθιστούσε στο Ηράκλειο υπαλλήλους τού Εκτελεστικού, σύμφωνα με την απόφαση των ξένων ναυάρχων, ο εξαγριωμένος τουρκικός όχλος της πόλης εξετράπη σε πράξεις πρωτοφανούς βαρβαρότητας.
Στις 25 Αυγούστου 1898 εκατοντάδες χριστιανοί σφαγιάστηκαν μαζί με 17 Άγγλους στρατιώτες και τον πρόξενο της Αγγλίας στο Ηράκλειο, Λυσίμαχο Καλοκαιρινό.
Πυρπολήθηκαν καταστήματα και συνοικίες χριστιανών και η εικόνα επανέφερε στη μνήμη τις σκληρότερες στιγμές της τουρκικής θηριωδίας.
Η Αγγλία αντέδρασε αμέσως και δυναμικά.
Απαγχονίστηκαν 17 σημαίνοντες Τουρκοκρητικοί, πρωταίτιοι των βανδαλισμών, άλλοι απελάθηκαν ή φυλακίστηκαν και ο τουρκικός στρατός υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Κρήτη.
Στις 2 Νοεμβρίου 1898 και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης εγκατέλειπε το κρητικό έδαφος.
Η ελευθερία της Κρήτης ήταν πλέον γεγονός.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις ανέλαβαν την προστασία της νήσου και η μακραίωνη περίοδος της δουλείας είχε τελειώσει οριστικά.
Η συσταθείσα Κρητική Πολιτεία αποτέλεσε το μεταβατικό στάδιο πριν από την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, την 1η Δεκεμβρίου 1913.