«Υπονομευτική» για τη χώρα χαρακτήρισε τη στάση του Κυριάκου Μητσοτάκη στη διαπραγμάτευση, η εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, Ράνια Σβίγκου, ασκώντας δριμεία κριτική στον πρόεδρο της ΝΔ για τα ζητήματα της αξιολόγησης και της διαπλοκής, με χαρακτηριστική την αναφορά της ότι «δεν μπορεί να αποδεσμευτεί από το παρελθόν της διαπλοκής και τις ευθύνες του κόμματος του».
Σημείωσε ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν έδωσε καμία απάντηση για το πώς θα αποπληρωθούν τα δάνεια της ΝΔ και καμία απάντηση για την υπόθεση του Κήρυκα Χανίων. Η κ. Σβίγκου χαρακτήρισε αστειότητες τα περί διάστασης απόψεων μεταξύ υπουργού Οικονομικών και πρωθυπουργού και υπογράμμισε ότι «ακολουθούμε το δρόμο της σκληρής διαπραγμάτευσης, που βασίζεται στα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας, για μια κοινωνικά δίκαιη λύση».
Συγκεκριμένα, η Ράνια Σβίγκου σημείωσε ότι κατέστη σαφής από τη χθεσινή συζήτηση στη Βουλή «η αδυναμία του κ. Μητσοτάκη να αποδεσμευθεί από το παρελθόν της διαπλοκής, από τις ευθύνες του κόμματός του, για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα με την ασυδοσία των μεγάλων και των ισχυρών, όπου τράπεζες δάνειζαν με αέρα τόσο το δικό του κόμμα, όσο και τα ΜΜΕ». «Όχι απλώς δεν απάντησε, όχι απλώς δεν έδωσε καμία εξήγηση για το πώς θα αποπληρωθούν τα δάνεια του δικού του κόμματος, που υπερβαίνουν τα 200 εκατομμύρια ευρώ, αλλά δεν έδωσε και καμία πειστική απάντηση σχετικά με το δικό του δάνειο, αυτό του Κήρυκα Χανίων», παρατήρησε. «Για αυτά ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος πρεσβεύει το νέο και πρεσβεύει υποτίθεται μια συμφωνία αλήθειας, δεν είχε να πει απολύτως τίποτα», σημείωσε.
Ως προς το θέμα της διαπραγμάτευσης, σχολίασε ότι προέκυψε ξεκάθαρα η «σπουδή του κ. Μητσοτάκη να δώσει διαπιστευτήρια στους πιο σκληρούς κύκλους των δανειστών». «Αντί να στηρίξει τις διαπραγματευτικές θέσεις της κυβέρνησης και να πει κι αυτός με τη σειρά του και το κόμμα του ένα όχι στις παράλογες απαιτήσεις των δανειστών, έφτασε να τις αποκαλέσει ?αναγκαστικό? κακό της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και επί της ουσίας να στηρίξει όσα λέει το ΔΝΤ», είπε, τονίζοντας ότι «είναι μια στάση καθαρά υπονομευτική» για τη χώρα και στάση «ανευθυνότητας και μη συνειδητοποίησης της κατάστασης που βιώνουμε ως χώρα και τις δυσκολίες που βιώνουν οι Έλληνες πολίτες, οι οποίοι δεν θέλουν βέβαια νέα μέτρα».
Αποκρούοντας τις κατηγορίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι με τα «δραχμοσενάρια» υπηρετεί η κυβέρνηση το σχέδιο Σόιμπλε για Grexit, σημείωσε πως «το μόνο σενάριο που υπηρετεί η ελληνική πλευρά είναι αυτό της έγκαιρης ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, χωρίς υποχωρήσεις από τις αρχές μας, με επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ώστε να δοθεί προοπτική εξόδου της χώρας από την κρίση, με όρθια την κοινωνία Και σε αυτό συγκλίνουν όλες μας οι κινήσεις. Και στη διαπραγμάτευση αλλά και στο κυβερνητικό έργο, το οποίο δεν άπτεται μόνο της διαπραγμάτευσης».
Η κ. Σβίγκου υπογράμμισε ότι η θέση για μη υποχώρηση από τις θέσεις αρχών συνεπάγεται ότι δεν θα ψηφιστούν προληπτικά μέτρα που θα ισχύσουν μετά το 2018. «Έχουμε επισημάνει σε όλους τους τόνους ότι πρόκειται για αντικοινωνικές και παράλογες απαιτήσεις του ΔΝΤ», εξηγώντας ότι «δεν έχουν καμία σχέση ούτε με τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, αλλά ούτε και βασίζονται στα στοιχεία τα οικονομικά τα οποία έχει επιδείξει το τελευταίο διάστημα η ελληνική οικονομία». Τόνισε ότι έχουν διαψευστεί όλες οι καταστροφολογικές και κινδυνολογικές προβλέψεις και πως «μια τέτοια επιμονή σε τόσο ακραίες θέσεις απέναντι στην ελληνική πλευρά, υπονομεύει το ελληνικό πρόγραμμα και υπονομεύει βέβαια τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, αλλά και την ίδια την ελληνική κοινωνία».
«Ο δρόμος που ακολουθούμε είναι αυτός της σκληρής διαπραγμάτευσης. Σκληρή διαπραγμάτευση η οποία βασίζεται όχι σε εμμονικές ιδέες και ιδεοληψίες της κυβέρνησης, όπως μας κατηγορεί η ΝΔ, αλλά που βασίζεται σε πραγματικά στοιχεία», τόνισε. Πέρα από την πραγματικότητα των στοιχείων της ελληνικής οικονομίας, επισήμανε και την παράμετρο της κατάστασης στην οποία βρίσκεται σήμερα η Ευρώπη. «Δεν μπορεί να προστεθεί άλλη μια αβεβαιότητα στην Ευρώπη, αυτή της αμφισβήτησης του ελληνικού προγράμματος. Και γι? αυτό το λόγο, θεωρούμε ότι δεν είμαστε μόνοι όσοι επιζητούμε μια λύση η οποία θα είναι και κοινωνικά δίκαιη, αλλά και οικονομικά ορθολογική», τόνισε.
Ερωτηθείσα σχετικά, υπογράμμισε ότι «είναι αστειότητες αυτά τα περί διάστασης απόψεων μεταξύ υπουργού Οικονομικών και πρωθυπουργού, μεταξύ υπουργού Οικονομικών και ΣΥΡΙΖΑ, πείτε το όπως θέλετε. Νομίζω είναι αστειότητες. Δεν καταλαβαίνω, ειλικρινά, από πού πηγάζουν?». Επισήμανε ότι «ο κ. Βούτσης είναι πρόεδρος της Βουλής και όταν επιτελεί το ρόλο του, καταλαβαίνετε ότι πρώτα θα πρέπει να είναι πρόεδρος της Βουλής και μετά στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ. Και νομίζω ότι αυτό έκανε και χθες, θεωρώντας ως πρόεδρος της Βουλής ότι εκείνη τη στιγμή δεν έπρεπε να δώσει το λόγο στον κ. Τσακαλώτο, αλλά έπρεπε να τον δώσει μετά». Επιπλέον τόνισε ότι ο υπουργός Οικονομικών μαζί με τον πρωθυπουργό είναι οι πρώτοι οι οποίοι χειρίζονται το ζήτημα της διαπραγμάτευσης «και δεν νομίζω ότι υπάρχει σε άλλο επίπεδο τόσο στενή συνεργασία του πρωθυπουργού με υπουργό, ακριβώς επειδή είναι τόσο κρίσιμο το ζήτημα της διαπραγμάτευσης».
Κατηγόρησε τη ΝΔ που «έσπευσε μετά τη συζήτηση στη Βουλή να σχολιάσει τη δήθεν διάσταση απόψεων» και σχολίασε πως σε αντίθεση με τη σφαίρα της φαντασίας, η ουσία είναι: ότι «αυτή τη στιγμή η ελληνική κυβέρνηση δίνει μια μάχη αρχών, δίνει μια μάχη ώστε πραγματικά να αλλάξει σελίδα η ελληνική οικονομία και να αφήσει πίσω της την πολιτική λιτότητας». Ότι σε αυτό η κυβέρνηση βρίσκει συμμάχους σε όλη την Ευρώπη (και συντηρητικούς πολιτικούς) και θα πρέπει και η ΝΔ να αλλάξει στάση. Επισήμανε η κ. Σβίγκου πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα εάν ο κ. Μητσοτάκης, αντί να κατηγορεί νυχθημερόν την ελληνική κυβέρνηση για τη διαπραγμάτευση, συντασσόμενος στο πλευρό της ελληνικής κυβέρνησης πίεζε τους δικούς του συμμάχους στο ΕΛΚ, αυτούς δηλαδή που σε μεγάλο βαθμό συντηρούν μια πίεση προς την ελληνική κυβέρνηση στο να δεχτεί αυτά τα παράλογα μέτρα.
Αναφορικά με το αφορολόγητο, σημείωσε ότι «η συμφωνία του Αυγούστου είναι πολύ συγκεκριμένη και ως προς τα μέτρα τα οποία έπρεπε να παρθούν και ως προς το συνταξιοδοτικό και δεν πρόκειται να πάμε πέρα από τη συμφωνία του Αυγούστου απλώς για να ικανοποιήσουμε παράλογες απαιτήσεις που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα».