Την περίοδο της Κατοχής ζούσαν στην Ήπειρο περίπου 20.000 μουσουλμάνοι οι οποίοι μιλούσαν την αλβανική γλώσσα και τους αποκαλούσαν «Τουρκοτσάμηδες». Κατοικούσαν στην περιοχή της Θεσπρωτίας στις περιφέρειες Ηγουμενίτσας, Μαργαριτίου, Φιλιατών και Παραμυθιάς, τις οποίες αποκαλούσαν «Τσαμουριά».
Οι Τσάμηδες προσδοκούσαν τη «Μεγάλη Αλβανία» και στόχος τους ήταν να ανεξαρτητοποιηθούν. Στη συνέχεια θα ζητούσαν να ενσωματωθούν στο αλβανικό κράτος.
Οι κύριοι εκφραστές αυτής της ιδέας ήταν τα αδέλφια Νουρί και Μαζάρ Ντίνο.
Ενοπλοι Τσάμηδες συνόδευσαν τον ιταλικό στρατό κατά τη σύντομη προέλασή του στο ελληνικό έδαφος τον Νοέμβριο του 1940. Τότε σημειώθηκαν οι πρώτες λεηλασίες και επιθέσεις εναντίον χριστιανικών χωριών. Tο καλοκαίρι του 1943 συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς κατακτητές, που τους έδιναν υποσχέσεις ανεξαρτησίας.
Οι καταδρομείς της γερμανικής μεραρχίας Εντελβάις έκαναν κοινές στρατιωτικές επιχειρήσεις με τους Τσάμηδες στη Θεσπρωτία, προκειμένου να εξολοθρεύσουν τα χωριά της περιοχής, τα οποία θεωρούσαν ότι ενίσχυαν το ελληνικό αντάρτικο.
Ο Μαζάρ Ντίνο είχε την πλήρη στήριξη των Γερμανών διοικητών και όταν έφτασε η ώρα της εξόντωσης των προκρίτων της Παραμυθιάς ξεκίνησε τις συλλήψεις συνοδευόμενος από Γερμανό αξιωματικό.
Χρόνια αργότερα, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Θανάσης Γκόντοβος, εντόπισε μετά από έρευνα στα γερμανικά αρχεία σημαντικά ντοκουμέντα που αποδεικνύουν ότι οι εκτελέσεις των αμάχων στην Παραμυθιά έγιναν βάσει του καταλόγου ονομάτων που είχε συντάξει η ηγεσία των Τσάμηδων στην περιοχή!
Ντοκουμέντο: Ο Μαζάρ Ντίνο θέτει τους ένοπλους Τσάμηδες στην υπηρεσία των Ναζί
Τα επίμαχα έγγραφα και όλες τις στρατιωτικές διαταγές της γερμανικής διοίκησης Ηπείρου παρουσιάζει η «Μηχανή του Χρόνου». Σε ένα από αυτά αναφέρεται ξεκάθαρα:
«Ο πρόεδρος του Εθνικού Αλβανικού Συμβουλίου της Τσαμουριάς, Μαζάρ Ντίνο, από την Παραμυθιά, είναι διοικητής του αλβανικού λόχου της Τσαμουριάς. Βρίσκεται στην υπηρεσία του Γερμανικού Στρατού. Παρακαλούνται οι υπηρεσίες να παρέχουν στο εν λόγω πρόσωπο στήριξη και αρωγή».
Τον Σεπτέμβριο του ’44, μετά την αποχώρηση των Γερμανών, οι αντάρτες του ΕΔΕΣ που κυριαρχούσαν στην περιοχή, προχώρησαν στη μαζική εκδίωξη των Τσάμηδων στην Αλβανία.
Στις 23 Μαΐου του 1945, το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων Ιωαννίνων καταδίκασε ερήμην σε θάνατο 1930 Τσάμηδες, που βαρύνονταν με εγκλήματα πολέμου, κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η ελληνική κυβέρνηση απαλλοτρίωσε τις περιουσίες τους και τις απέδωσε σε ντόπιους και έποικους.
Σήμερα οι Τσάμηδες αρνούνται ότι υπήρξαν συνεργάτες των Γερμανών και ζητούν να αποζημιωθούν. Η στάση τους αποτελεί παράμετρο του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού και συχνά «δηλητηριάζει» τις φιλικές σχέσεις ανάμεσα σε Ελλάδα-Αλβανία.