Η Ορόρα Μαριόν γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βέλγιο από γονείς ηθοποιούς και το όνομα του πατέρα της έχει συνδεθεί με τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην Ελλάδα, αντίστοιχα και της μητέρας της στο Βέλγιο. Η ίδια ακολουθεί τα βήματά τους στον χώρο της υποκριτικής διαγράφοντας το δικό της ξεχωριστό μονοπάτι. Η αγάπη της για τη χώρα του πατέρα της, την οδήγησε το 2012 να δοκιμάσει την τύχη της επαγγελματικά και εδώ.
Μέσω δηλώσεων της έκανε αναφορά για τον ρατσισμό και τον σεξισμό που έχει βιώσει στην χώρα μας.
«Προσωπικά το να είμαι γυναίκα και διαφορετική μου άνοιξε πόρτες. Σίγουρα, δεν μπορώ να παίξω όλους τους ρόλους, αλλά δεν έχω βιώσει, στη δουλειά, ρατσισμό. Στην καθημερινότητά μου, ναι. Υπάρχει σαν αίσθηση στις παρέες, στις κουβέντες. Στην Ελλάδα το ζω πιο πολύ, το βιώνω πιο έντονα εδώ. Υπήρχαν στιγμές που σε μια παρέα δεν μου έδιναν σημασία ή δεν ήθελαν να μιλάω για ένα θέμα, επειδή είμαι γυναίκα.
Είμαι, όμως, τυχερή που δεν έχω βρεθεί σε δυσκολότερη από αυτή τη θέση. Δυστυχώς, γυναικοκτονίες, κακοποιήσεις και παρενοχλήσεις γίνονται παντού. Είναι απαράδεκτο και πολύ θλιβερο. Πλέον, όμως, αρχίζουν περισσότερο τα θύματα να μιλούν. Μακάρι, τα κορίτσια που δολοφονήθηκαν να ήταν τα τελευταία και όσα θύματα μπορούν από εδώ και πέρα να μιλούν».
Ενώ, για τις διαφορές στην εργασία στο εξωτερικό και την Ελλάδα ανέφερε:
«Έχω δουλέψει αρκετά από τα 18 μου. Ξεκίνησα στην Αγγλία και έχω κάνει δουλειές στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στην Ελλάδα. Είχα ευκαιρίες. Η πιο έντονη διαφορά που διακρίνω είναι πως στο Βέλγιο (εκεί που έζησα περισσότερο) είναι ότι οι καλλιτέχνες έχουν στήριξη από το κράτος.
Στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν τους ηθοποιούς σαν “χομπίστες”. Δεν είναι έτσι. Ήρθα στην Ελλάδα, επειδή είμαι κρυφά ερωτευμένη με την χώρα. Νιώθω παθιασμένη με αυτή την χώρα. Ήθελα να είμαι στη χώρα όπου γεννήθηκε το θέατρο. Και όντως υπάρχουν πολλοί χώροι, πολλά είδη θεάτρου, πολλοί καλλιτέχνες. Αυτό με γοήτευσε. Αλλά, δουλεύοντας, ανακάλυψα ότι οι συνθήκες είναι άθλιες. Θεωρώ αδιανόητο να δουλεύουμε χωρίς ασφάλεια, χωρίς πληρωμές, είτε μιλάμε για τις πρόβες είτε για τις παραστάσεις.
Οι περισσότεροι ηθοποιοί δουλεύουν τσάμπα. Δεν ξέρω πώς επιβιώνουν. Ξέρω ανθρώπους, ηθοποιούς, που κάνουν και πολλές άλλες δουλειές, για να τα βγάλουν πέρα. Φυσικά, παίζει ρόλο και η παραγωγή και οι άνθρωποι που την αναλαμβάνουν, αλλά είναι άθλος να δουλεύει κανείς στο θέατρο στην Ελλάδα».