Στον Μεσαίωνα, η εκκλησιαστική δικαιοσύνη ήταν ανυπόφορα σκληρή και άτεγκτη, ενώ τα χειρότερα εγκλήματα ήταν τα θρησκευτικά.
Ο αφορισμός θεωρούνταν ως μια από τις μικρές και λιγότερο αυστηρές ποινές. Όποιος τιμωρούνταν με αφορισμό, έχανε για πάντα, όχι μόνο τη «Βασιλεία των Ουρανών», αλλά και την επίγεια ζωή, καθώς δεν επιτρεπόταν σε κανέναν να έχει σχέσεις μαζί του. Ο αφορισμένος ζούσε ολομόναχος, σαν λεπρός, προκαλώντας τη φρίκη και τον αποτροπιασμό του κόσμου, ώσπου πέθαινε μια μέρα από τον κατατρεγμό και τις στερήσεις.
Έτσι έζησε και ο Βασιλιάς Ροβέρτος Α’ ο Αφορισμένος, μοναχός και έρημος μέσα στο απέραντο παλάτι του, με δυο-τρεις γέρους υπηρέτες, που τον μισούσαν σαν τον διάολο κι έκαιγαν στη φωτιά τα σκεύη, που μεταχειριζόταν ο Βασιλιάς τους, για να μη μαγαρίζονται και οι ίδιοι.
Πρώτος, λοιπόν, ο Βασιλιάς Λουδοβίκος Η’ της Γαλλίας θέσπισε έναν νόμο, σύμφωνα με τον οποίο, όποιος είχε αφοριστεί από την Εκκλησία, μπορούσε να ασκήσει έφεση στα λαϊκά δικαστήρια, θέλοντας να περιορίσει με αυτόν τον τρόπο τους πανίσχυρους κληρικούς της εποχής του.
Πέρα από τον αφορισμό, η παντοδύναμη Εκκλησία των σκοτεινών εκείνων χρόνων επέβαλε στα θύματά της ποινές απάνθρωπες και ανατριχιαστικές. Για παράδειγμα, ο δήμιος τρυπούσε με πυρωμένο σίδερο τη γλώσσα εκείνου που έβριζε τα θεία, ενώ όσοι κατηγορούνταν ότι ήταν αιρετικοί και μάγοι, καταδικάζονταν σε βέβαιο θάνατο και καίγονταν ζωντανοί στην πυρά.
Το 1022, στην Ορλεάνη της Γαλλίας, πενήντα αιρετικοί κάηκαν ζωντανοί επάνω στην πυρά. Αυτή ήταν και η πρώτη φωτιά που άναψε στη Γαλλία, για να τιμωρηθούν οι ασεβείς και που την ακολούθησαν χιλιάδες άλλες, σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Βασιλιάς Ροβέρτος Α’ ο Ευσεβής, που μετέπειτα αφορίστηκε από την Εκκλησία, πήγε με όλους τους αυλικούς του στην κεντρική πλατεία της Ορλεάνης και παρακολούθησε ως το τέλος το μαρτύριο των πενήντα αιρετικών.
Η μεγαλύτερη και η πιο περίφημη δίκη ήταν των Ναϊτών Ιπποτών, την Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 1307, στην οποία κατηγορήθηκαν ότι ήταν αιρετικοί, ιερόσυλοι και μάγοι, ότι λάτρευαν κρυφά τους δαίμονες και ότι παραδίνονταν σε έκφυλα όργια. Ο Βασιλιάς της Γαλλίας, Φίλιππος Δ’ ο Ωραίος, προκειμένου να σφετεριστεί την τεράστια περιουσία των Ναϊτών, αλλά και επειδή ένιωθε ότι η αυξανόμενη δύναμη και επιρροή των Ιπποτών του Ναού απειλούσαν την εξουσία του, τούς κατηγόρησε ότι συμμετείχαν σε «Μαύρες Λειτουργίες», με σκοπό να τους αποκαθηλώσει στα μάτια του λαού, που τους θαύμαζε σαν ήρωες.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, κατά τη διάρκεια των «Μαύρων Λειτουργιών» τους, οι δαίμονες, με τη μορφή ωραίων γυναικών, λάμβαναν μέρος στις παγανιστικές ιεροτελεστίες τους κι οργίαζαν μαζί τους. Μάλιστα, έλεγαν ότι οι Ναΐτες λάτρευαν ως θεό ένα σατανικό είδωλο με ανθρώπινη μορφή, που το ονόμαζαν «Baphomet». Επίσης, ήταν όλοι τους βαθύπλουτοι, πράγμα που σήμαινε ότι τις τεράστιες περιουσίες τους τούς τις είχε προμηθεύσει ο ίδιος ο Διάβολος!
Επιπλέον, οι εχθροί τους τούς έψεγαν ότι στα υπόγεια των πύργων τους επιδίδονταν σε αποτρόπαια εγκλήματα. Εκεί, τα θύματά τους ήταν πάντα νέες κοπέλες, που τις βασάνιζαν ανηλεώς και μάζευαν το αίμα τους σε χρυσές κούπες, που το χρησιμοποιούσαν στις σατανιστικές λειτουργίες τους.
Όλοι πίστεψαν σε αυτές τις φανταστικές κατηγορίες και οι Ναΐτες συνελήφθησαν ομαδικά και ρίχτηκαν στις φυλακές, όπου έμειναν για δυο χρόνια, μέχρι να δικαστούν και να καταδικαστούν, στο τέλος. Φυσικά, όλα τα αμύθητα πλούτη τους δημεύτηκαν αμέσως από την Εκκλησία και τον Βασιλιά Φίλιππο Δ’, γιατί ουσιαστικά αυτή ήταν η μόνη αιτία του χαμού τους.
Ύστερα από δύο χρόνια, λοιπόν, στις 12 Μαΐου του 1310, πενήντα τέσσερις από τους Ναΐτες κάηκαν στην πυρά, λίγο έξω από το Παρίσι. Τούς έδεσαν από τη μέση τους σ’ έναν στύλο και τους έκαψαν σε σιγανή φωτιά, ξεκινώντας από τα πόδια τους.
Ο Αρχιμάγιστρος των Ιπποτών του Ναού, ο Jacques de Molay, ανέβηκε στην πυρά, μαζί με τον διοικητή της Νορμανδίας, στις 18 Μαρτίου του 1314. Η πυρά στήθηκε μέσα στο Παρίσι, στην άκρη του νησιού Ile aux Juifs. Έλεγαν, μάλιστα, ότι ο Αρχιμάγιστρος, λίγο πριν ξεψυχήσει, κάλεσε τον Βασιλιά Φίλιππο τον Ωραίο να παρουσιαστεί «ενώπιον του Θεού» εντός του έτους. Πράγματι, από μια παράξενη σύμπτωση, ο Βασιλιάς της Γαλλίας πέθανε ξαφνικά έπειτα από λίγους μήνες.
Από τότε, σε όλες τις επαρχίες της Γαλλίας, ειδικά στην Προβηγκία, οι αιρετικοί καίγονταν σωρηδόν και η οσμή της καμμένης ανθρώπινης σάρκας απλωνόταν παντού και σκέπαζε τα πάντα.
Από την εποχή, λοιπόν, της δίκης των Ναϊτών, ο κόσμος άρχισε να πιστεύει ότι με τις «Μαύρες Λειτουργίες» και με τη χρήση της μαγείας, μπορούσε ο καθένας εύκολα να κερδίσει την εύνοια του Διαβόλου και να αποκτήσει πλούτο, δύναμη και δόξα.
Μα, για να πετύχει κανείς αυτή τη συμφωνία με τον Διάβολο, έπρεπε πρώτα να κάνει έναν φόνο, να σκοτώσει μια αθώα ύπαρξη, μια παρθένα ή ακόμα καλύτερα, ένα παιδί!
Ο πιο φρικαλέος και απεχθής εγκληματίας του Μεσαίωνα ήταν ο Gilles de Rais, ο απαίσχυντος και μισητός εκείνος δολοφόνος, που είχε σκοτώσει άγνωστο αριθμό παιδιών, αφού πρώτα τα είχε σοδομίσει. Μόνο στην περιοχή του Machecoul, το 1437, βρέθηκαν τα γυμνά πτώματα σαράντα παιδιών!
Ο Gilles de Rais, προκειμένου να απολαύσει την εύνοια του Διαβόλου, με την ελπίδα να αποκτήσει αμύθητα πλούτη και δύναμη αδιαμφισβήτητη, είχε οργανώσει συμμορίες άγριων ληστών, που γύριζαν στην ύπαιθρο και έκλεβαν όσα περισσότερα παιδιά μπορούσαν, για να τα προσφέρει ο de Rais ως θυσία στον Σατανά, αφού πρώτα τα βασάνιζε και τα κακοποιούσε με κάθε απάνθρωπο τρόπο. Εκατοντάδες αθώα πλάσματα βρήκαν τραγικό θάνατο στα χέρια του δαιμονόπληκτου Gilles de Rais.
Κι αν ο de Rais ήταν ο «Φονιάς παιδιών», άλλοι εγκληματίες του Μεσαίωνα τα έκλεβαν και τα πουλούσαν στις χώρες της Ανατολής. Από τότε, δυστυχώς, ξεκίνησε να διαδίδεται η μυστηριώδης και ίσως θρυλική ιστορία της «Σταυροφορίας των Παίδων», που αποτελεί μια από τις πιο περίεργες και πιο συγκινητικές ιστορίες του 13ου αιώνα.
Ο θρύλος αυτός αναφέρει ότι μια μέρα, ένας μικρός βοσκός, κάλεσε όλα τα παιδιά να κάνουν μια Σταυροφορία στους Άγιους Τόπους, αναζητώντας μια ευκαιρία για καλύτερη ζωή από εκείνη που επιφύλασσε ο Μεσαίωνας στους ανήλικους.
Χιλιάδες παιδιά ανταποκρίθηκαν, τότε, στο κάλεσμά του και ξεκίνησαν για τη Μασσαλία. Όταν έφτασαν εκεί, δυο πλοιοκτήτες προσφέρθηκαν αμέσως να τα μεταφέρουν στους Αγίους Τόπους και τα μπάρκαραν σε επτά καράβια. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, όμως, καταπάτησαν την υπόσχεσή τους και τα πήγαν στο Αλγέρι, όπου και τα πούλησαν στους εμπόρους σκλάβων της Ανατολής. Από τότε, τα ίχνη των δύστυχων εκείνων πλασμάτων χάθηκαν εντελώς…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 26/03/1933…