Το φθινόπωρο του 1891, όλη η Αθήνα μιλούσε για τα πνευματιστικά πειράματα, που διαδραματίζονταν στο σπίτι του Γεωργίου Σουρή, ενός από τους σπουδαιότερους σατιρικούς ποιητές της νεότερης Ελλάδας, ο οποίος είχε μάλιστα χαρακτηριστεί ως «σύγχρονος Αριστοφάνης».
Όλα τα γεγονότα, πολιτικά και κοινωνικά, είχαν παραμερισθεί από την κοινή προσοχή και οι εφημερίδες κυκλοφορούσαν με πεντάστηλο τίτλο: «Ο πνευματισμός εν Αθήναις» και άλλα σχετικά.
Ο ποιητής Ιωάννης Πολέμης, κοσμαγάπητος για τους τρυφερούς του στίχους, είχε πλέον αποκτήσει και τον ρόλο του μέντιουμ, καθώς είχε εντρυφήσει κι αυτός στον μυστηριώδη κόσμο του Πνευματισμού.
Την 1η Σεπτεμβρίου του 1891, ο ποιητής Γεώργιος Σουρής, συντάκτης της θρυλικής εφημερίδας «Ο Ρωμηός», που εκδιδόταν ανελλιπώς από το 1883 έως το 1918, έκανε μετακόμιση. Κατά τη μεταφορά των επίπλων του, χάθηκε το περίφημο βαλιτσάκι του, το οποίο δεν το αποχωριζόταν ποτέ από πάνω του και περιείχε κομμάτια από το κατά καιρούς έργο του. Επομένως, χάθηκαν διάφορα πολύτιμα έγγραφα και αντικείμενα. Ο Σουρής ήταν απαρηγόρητος και η λατρεμένη του σύζυγος και ακούραστη βοηθός του, Μαρή, με την οποία έζησε μια πανευτυχή και πλήρη ζωή, έχοντας αποκτήσει πέντε παιδιά, έφαγε τον τόπο για να το βρει. Μα, του κάκου…
Ένα βράδυ, λοιπόν, που οι λόγιοι της εποχής ήταν συγκεντρωμένοι στο φιλόξενο σπίτι του, ο Ιωάννης Πολέμης πρότεινε να φέρουν ένα τραπεζάκι, από αυτά που χρησιμοποιούσαν για τις πνευματιστικές συνεδρίες, ώστε να εντοπίσουν το απολεσθέν αντικείμενο. Αφού ολοκληρώθηκε η διαδικασία, προφήτευσε ότι το ανεκτίμητο βαλιτσάκι θα βρισκόταν, όπως και πραγματικά συνέβη λίγο αργότερα, αλλά με το μισό περιεχόμενό του.
Άλλωστε, ο Ιωάννης Πολέμης είχε αποκτήσει το χάρισμα της αυτοΰπνωσης. Χρησιμοποιούσε τη γραφίδα του και ένα φύλλο χαρτιού, αυτοσυγκεντρωνόταν, έπεφτε σε ύπνωση κι έπειτα, με πολύ μεγάλη ευκολία, έγραφε τους στίχους του με καταπληκτική ταχύτητα, άνεση και μαεστρία.
Μια βραδιά, που οι λόγιοι – πνευματιστές της Ελλάδας είχαν συγκεντρωθεί εκ νέου, αποφάσισαν να καλέσουν το πνεύμα της αρχαίας ποιήτριας Σαπφούς, η οποία, με το χέρι του Ιωάννη Πολέμη, έγραψε τα ακόλουθα σε ελεύθερη μετάφραση:
«Το φέγγος της Σελήνης ασημώνει τον θάνατό μου.
Το κύμα της θάλασσας γίνηκε το ερωτικό κρεβάτι μου.
Δεν είδα τη Λέσβο.
Το άστοργο κύμα δεν με μετέφερε εκεί».
Οι λόγιοι είχαν καλέσει και το πνεύμα του Βίκτωρος Ουγκώ, το οποίο, δια μέσω του Πολέμη, τους μετέφερε τους εξής στίχους:
«Ψυχή αγνή εστάλη από τον ουρανό,
το πυρ εις το κενό απέμεινεν αιθάλη.
Οπόταν επιστρέψεις εις τον χρυσούν σου θρόνον,
να σπλαχνιστείς τον πόνον, όνπερ γεννά η σκέψις.
Θνητέ, θνητέ, μη ζήτει εις των σοφών τα ρήματα.
Τα του Υψίστου κρίματα, όσο Χριστός κηρύττει».
Ένα βράδυ, ο Ιωάννης Πολέμης καταλήφθηκε από τη διάθεση να εξαφανιστεί υπνωτιζόμενος. Παρακάλεσε, λοιπόν, τους φίλους του να βγουν από τη σάλα του Σουρή, προκειμένου να αυτοσυγκεντρωθεί κι εκείνοι, φυσικά, υπάκουσαν. Δεν πέρασαν, όμως, λίγα λεπτά και ξαφνικά ακούστηκε ο χαρακτηριστικός γδούπος ενός σώματος που πέφτει καταγής. Οι λόγιοι μπήκαν τρέχοντας στη σάλα και βρήκαν τον Πολέμη πεσμένο χάμω, σαν νεκρό.
Ματαίως, όπως διηγούνταν την επόμενη ημέρα ο Σουρής σ’ έναν δημοσιογράφο, προσπαθούσαν να τον σηκώσουν. Το σώμα του έμοιαζε σαν καρφωμένο στερεά στο πάτωμα. Τότε, πίστεψαν πως η ψυχή του φίλου τους βρισκόταν μακριά από το κορμί του και βάλθηκαν να περιμένουν με ανυπομονησία, ώστε να επιστρέψει στον οίκο της.
Όταν ο Ιωάννης Πολέμης συνήλθε, διηγήθηκε στους φίλους του ότι είχε απλώς μεταφερθεί στο σπίτι του και περιέγραψε με περισσή ευκολία και άκρως λεπτομερειακά τι είχε δει εκεί. Την επόμενη ημέρα, οι λόγιοι έσπευσαν να διασταυρώσουν τα λεγόμενα του Πολέμη, ανακρίνοντας τρόπον τινά την αδερφή του, που ήταν σπίτι τους εκείνη τη στιγμή και έκπληκτοι, διαπίστωσαν την αλήθεια των λόγων του.
Ο διακεκριμένος Ψυχίατρος της εποχής, Σίμων Αποστολίδης, όταν ενημερώθηκε για το παραπάνω παράδοξο περιστατικό, ζήτησε να εξετάσει τον Πολέμη. Μάλιστα, είπε σχετικώς στους δημοσιογράφους:
«Το περίεργο είναι ότι ο Ιωάννης Πολέμης κατέχεται από αυθυποβολή, ακόμα και εν εγρηγόρσει, πράγμα σπανίως παρατηρούμενο σε υστερικούς. Μα, το ακόμα πιο περίεργο είναι ότι διατηρεί την ανάμνηση των γινομένων κατά την υπνωτική του κατάσταση, ενώ άλλοι χάνουν εντελώς τη μνήμη, όταν επανέλθουν στη φυσική τους κατάσταση».
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 20/11/1930…