Τα ονόματα που έδωσαν οι Αρχαίοι Έλληνες στου πλανήτες δεν δόθηκαν τυχαία, αλλά κατόπιν μελέτης. Οι περισσότεροι από τους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος ανακαλύφθηκαν από τους πρωτοπόρους της αστρονομίας, οι οποίοι δεν ήταν άλλοι από τους Αρχαίους Έλληνες. Θεώρησαν απόλυτα φυσιολογικό να αφιερώσουν αυτά τα τεράστια και άγνωστα ουράνια σώματα στους θεούς τους οποίους λάτρευαν εκείνη την εποχή.
Η παράδοση αυτή διατηρήθηκε και στη συνέχεια ως ένδειξη ευγνωμοσύνης στους πιονιέρους, αλλά και για τη συνέχεια της επιστήμης.
Να σημειωθεί ότι ακόμα και οι πλανήτες που δεν ανακαλύφθηκαν από τους Αρχαίους Έλληνες όπως ο Ουρανός, ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1781, και ο Ποσειδώνας, ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1864, συνέχισαν την παράδοση φέροντας ελληνικά ονόματα.
Αναφορικά με τον πλανήτη Ουρανό, ο Βρετανός αστρονόμος Sir William Herschel, πίεσε να δοθεί στον νέο πλανήτη το όνομα του τότε Βρετανού Βασιλιά Γεωργίου. Μια πρωτοβουλία η οποία κρίθηκε ως απαράδεκτη από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Διεγνώσθη ο κίνδυνος πως αν έσπαγε η αρχαιοελληνική παράδοση θα άνοιγε ο δρόμος ώστε δίνει διαφορετικό όνομα σε κάθε πλανήτη κάθε λαός και τελικά να προκληθεί σύγχυση μεταξύ των ερευνητών.
Τα ονόματα που έδωσαν οι Αρχαίοι Έλληνες στου πλανήτες δεν δόθηκαν τυχαία, αλλά κατόπιν μελέτης. Μελετώντας τα στοιχεία του κάθε πλανήτη όπως τα χρώματά του, το μέγεθός του και την ταχύτητά του, βρήκαν τον κατάλληλο θεό για τον καθένα. Για παράδειγμα παρατήρησαν πως ο Ερμής είναι ο πιο κοντινός στον Ήλιο και έχει τη μεγαλύτερη ταχύτητα περιστροφής. Ήταν απολύτως λογικό να το δοθεί το όνομα του γοργοπόδαρου θεού.
Ο μεγαλύτερος πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος δεν θα μπορούσε παρά να αφιερωθεί στον Δία, τον μέγιστο των θεών. Αν ένα χρώμα συμβολίζει τον πόλεμο αυτό δεν είναι άλλο από το πορφυρό του αίματος. Ο πλανήτης με την κόκκινη επιφάνεια έπρεπε να ονομαστεί Άρης προς τιμή του θεού του πολέμου.