Ένας χρόνος στο διάστημα μπορεί να επηρεάσει αναμφισβήτητα τον ανθρώπινο οργανισμό, ωστόσο τα περισσότερα συστήματα του σώματος ανακάμπτουν μετά την επιστροφή στην γη.
Για δεκαετίες, επιστήμονες έχουν μελετήσει δίδυμα και τρίδυμα για να δουν σε ποιο βαθμό επηρεάζονται τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά από την κληρονομικότητα και από το περιβάλλον. Ποτέ όμως δεν έχει γίνει κάποια μελέτη σε ένα περιβάλλον, όπως το διάστημα.
Ο αστροναύτης Σκοτ Κέλι, υποβλήθηκε σε μια σειρά από βιολογικές δοκιμές, πριν αλλά και μετά το ταξίδι, όπως και ο δίδυμος αδερφός του, Μαρκ, ένας συνταξιούχος αστροναύτης. Ωστόσο ο Μαρκ, δεν ταξίδεψε, αλλά αντιθέτως υποβλήθηκε σε εξετάσεις ώστε να είναι εφικτή μια σύγκριση με τον αδερφό του, Σκοτ.
Σύμφωνα με το περιοδικό Science, δέκα ομάδες ερευνητών ανίχνευσαν μια ποικιλία διαφορών στη φυσιολογία του Σκοτ, όταν επέστρεψε. Ωστόσο, τα περισσότερα αποτελέσματα των δοκιμών επέστρεψαν στο ίδιο επίπεδο με τον αδερφό του, δίνοντας ελπίδα στους αστροναύτες ότι μια μακρύτερη αποστολή στον Άρη θα μπορούσε να ήταν δυνατή.
Δεν ήταν όμως όλες οι εξετάσεις του καλές και μάλιστα παρατηρήθηκε κάτι που προκάλεσε μεγάλη ανησυχία. Κατά την διάρκεια γνωστικών τεστ η ακρίβεια του Σκοτ είχε επηρεαστεί αισθητά, σύμφωνα με τον Ματίας Μπάσνερ, αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Ιατρικής Penn’s Perelman.
«Αν μπορούσαμε να βρούμε κάτι που να βοηθάει στην διατήρηση του τελομερούς μήκους, θα ήταν όλα πολύ καλύτερα για εμάς εδώ στην γη», δήλωσε ένας από τους αστροναύτες.
Το τελομερές μήκος είναι μια περιοχή του DNA, χωρίς μεγάλη πληροφοριακή αξία, που βρίσκεται στο τέλος του χρωμοσώματος και προστατεύει τη χρήσιμη γενετική πληροφορία από τη φθορά.
Επίσης, δεν είναι ξεκάθαρο αν το ταξίδι στο διάστημα είναι εκείνο που φταίει εξ′ ολοκλήρου για τη φθορά στον οργανισμό του Σκοτ. Αν και τα αποτελέσματα υποδηλώνουν μια ανάγκη για περαιτέρω μελέτη, μια αποστολή στον Άρη θα απαιτούσε ένα σταθερό επίπεδο ψυχικής απόδοσης όπως ποτέ προηγουμένως.
«Υπήρχαν αρκετές αλλαγές στην φυσιολογία του αλλά και βιολογικές αλλαγές, αλλά τίποτα που να είναι ανησυχητικό. Οπότε αυτό είναι μια καλή αρχή για την συνέχεια της μελέτης», δήλωσε μέλος του τμήματος ψυχιατρικής του Πανεπιστήμιου.