Tα γεγονότα της μεγάλης σφαγής του Ηράκλειου εκείνο το μεσημέρι της 25η Αυγούστου 1898 μας είναι γνωστά…
Πριν λίγες μέρες συμπληρώθηκαν 122 χρόνια από την μαύρη επέτειο…
Δεν τέλειωσαν όλα όμως εκείνη την ημέρα. Στην πραγματικότητα η ιστορία που γράφτηκε με ολόχρυσα γράμματα εκείνη την ανεπανάληπτη στιγμή δεν άφησε ασυγκίνητο κανέναν. Τις επόμενες ημέρες θα γίνει η σύλληψη και η καταδίκη σε θάνατο 18 Tουρκοκρητικών ή καλύτερα βασιβουζούκων. Οι υπόλοιποι από τους 83 που είχαν συλληφθεί καταδικάστηκαν σε φυλακίσεις ή απελάθηκαν. Τρεις απ’αυτούς καταδικάστηκαν λίγο αργότερα σε θάνατο με απαγχονισμό, για αντιστάθμισμα προφανώς του ολοκαυτώματος των Χριστιανών. Τα πτώματα των Τούρκων παρέμεναν στις αγχόνες και σε κοινή θέα για τρία μερόνυχτα.
Η Εκτελεστική Επιτροπή με ανακοίνωσή της προς το χριστιανικό λαό της Κρήτης, στις 30 Αυγούστου 1898, γράφει: “Εγνωστοποιήσαμεν δια δυο προηγουμένων εγκυκλίων εις τον λαόν ό,τι ήτο τότε γνωστόν δια τα συμβάντα του Ηρακλείου. Δυστυχώς αι έκτοτε ειδήσεις παριστώσιν ακόμη μεγαλυτέραν την καταστροφήν. Από τας 1000-1200 χριστιανικάς ψυχάς, όπου ευρίσκοντο εντός της πόλεως, μόνον 358 ως φαίνεται εσώθησαν. Οι λοιποί εύρον θάνατον μαρτυρικόν.
Ολη η κινητή περιουσία των χριστιανών διηρπάγη και μέγας αριθμός οικιών και καταστημάτων παρεδόθησαν εις τας φλόγας. Την στιγμήν αυτήν ουδέ εις χριστιανός ευρίσκεται εις το Ηράκλειον. Μόνο 300 περίπου Ευρωπαίοι στρατιώται κρατούν μιαν γωνίαν του φρουρίου. Η πόλις είναι παραδεδομένη εις την διάθεσιν του όχλου και των Τούρκων στρατιωτών, από τους οποίους πολλοί καθώς εβεβαιώθην επυροβόλουν και κατά των Αγγλων, απεγύμνωναν τα θύματα και ελάμβανον μέρος εις την διαρπαγήν…”.
Ο Νίκος Καζαντζάκης περιγράφοντας μία από τις σφαγές του Μεγάλου Κάστρου γράφει:
“Το Μεγάλο Κάστρο είχε τέσσερις καστρόπορτες. Kάθε ηλιοβασίλεμα οι Τούρκοι τις κλείδωναν και κανένας δεν μπορούσε πια, όλη τη νύχτα, μήτε να μπει μήτε να βγεί οι λιγοστοί χριστιανοί που ήταν μέσα, έπεφταν έτσι στη φάκα· σαν έβγαινε πάλι ο ήλιος, άνοιγαν. Μπορούσαν λοιπόν οι Τούρκοι τη νύχτα, όσο ήταν διπλοκλειδωμένες οι καστρόπορτες, να κάμουν σφαγή γιατί μέσα στην πολιτεία οι Τούρκοι ήταν πιο πολλοί, κι είχαν και το τούρκικο ασκέρι.
Τότε, ύστερα από λίγες μέρες, ήταν που έζησα την πρώτη σφαγή…
Καθόμασταν διπλομανταλωμένοι μέσα στο σπίτι, ο ένας κολλημένος με τον άλλο, η μάνα μου, η αδερφή μου κι εγώ. Γροικούσαμε να περνούν απόξω από την πόρτα μας ξεφρενιασμένοι οι Τούρκοι, να βλαστημούν, να φοβερίζουν, να σπάζουν τις πόρτες και να σφάζουν τους χριστιανούς. Ακούγαμε τις φωνές και το ρόχο των λαβωμένων, τα σκυλιά που γαύγιζαν και μια βουή στον αέρα, σα να γίνουνταν σεισμός. Ο κύρης, πίσω από την πόρτα, με γεμάτο το ντουφέκι, περίμενε, κρατούσε, θυμούμαι, μια μακρουλή πέτρα, “ακόνι” το’λεγε κι ακόνιζε ένα μακρύ μαυρομάνικο μαχαίρι. Περιμέναμε. Μας είχε πει: “Αν σπάσουν την πόρτα οι Τούρκοι και μπούνε μέσα, θα σας σφάξω πρώτα, να μην πέσετε στα χέρια τους”. Κι ήμασταν σύμφωνοι όλοι, η μάνα μου, η αδερφή μου κι εγώ, και περιμέναμε…
Έτσι πέρασε η νύχτα, ξημέρωσε, έπεσε η βουή, ο θάνατος αλάργαρε. Ανοίξαμε με προσοχή την πόρτα, προβάλαμε έξω το κεφάλι, μερικές γειτόνισσες είχαν κρυφανοίξει δειλά το παράθυρο, κι ερευνούσαν το δρόμο…
- Μάνα, ρώτησα, έφυγε η σφαγή;
Η μάνα τρόμαξε.
- Σώπα, μου αποκρίθηκε, σώπα παιδί μου, μη μελετάς τ’όνομά της! Μπορεί να σε ακούσει και να ξαναγυρίσει.
Έγραψα τη λέξη “σφαγή”, και σηκώθηκε η τρίχα μου, γιατί η λέξη αυτή, τότε που ήμουν παιδί, δεν ήταν πέντε γράμματα της αλφαβήτας, κολλημένα το ένα πλάι στο άλλο, ήταν βουή μεγάλη, και πόδια που κλωτσούσαν τις πόρτες, και πρόσωπα φριχτά, που κρατούσαν ανάμεσα στα δόντια τους ένα μαχαίρι, κι ολούθε στη γειτονιά γυναίκες που σκλήριζαν κι άντρες που πίσω από τις πόρτες, γονατιστοί, γέμιζαν το ντουφέκι. Και μερικές άλλες λέξεις, για μας που ζούσαμε παιδιά την εποχή εκείνη στην Κρήτη, στάζουν αίμα πολύ, και δάκρυο, κι απάνω τους είναι σταυρωμένος αλάκερος λαός, οι λέξες: ελευτερία, Αι Μηνάς, Χριστός, επανάσταση…”.
Στην εφημερίδα “Εστία” και συγκεκριμένα στο φύλλο της με ημερομηνία 31- 8-1898, ύστερα από έκκλησή της σε προηγούμενα φύλλα της , προς τον αθηναϊκό λαό για βοήθεια στους ανθρώπους που υπέφεραν και είτε είχαν φύγει από την Κρήτη είτε βρίσκονταν ακόμα στην πόλη του Ηράκλειου γράφεται σχετικά:
“Η επίκλησις της “Εστίας” υπέρ του πένθους των άτυχων προσφύγων του Ηρακλείου, ευρίσκει καθ’ημέραν και πλειοτέραν ηχώ εις τας ψυχάς των ευαισθήτων και των φιλανθρώπων.Σήμερον άλλη διακεκριμένη δέσποινα της πόλεώς μας, η κα Ελμίνα Νάζου, προσελθούσα εις τα γραφεία μας προσέφερε ύφασμα πένθιμον, δια τας χήρας και τα ορφανά, εζήτησε δε και πληροφορίας περί άλλων αναγκών των προσφύγων.