Από «Γυφτοαριστοκράτης» και «Γυφτοροκάς» μέχρι «Ερωτόγυφτος με το Ντάτσουν» και «Τελευταίος γυφτοκράτορας», ο Μιχάλης Μόσιος ήταν ο θρυλικός τσιγγάνος της δεκατίας του '80
Από τους μεγάλους σταρ της δεκαετίας του 1980, ο Μόσιος έπλασε τον αθίγγανο χαρακτήρα του Ταμτάκου και είδε το ελληνικό κοινό να τον στέλνει στον θρόνο!
Σε ένα από αυτά τα παραδείγματα που δεν είναι εύκολο να διακρίνεις πού σταματά ο ρόλος και πού αρχίζει η προσωπικότητα του ηθοποιού, ο Μόσιος ταυτίστηκε με τον Ταμτάκο του ξεδιπλώνοντάς τον στη μικρή οθόνη και το θεατρικό σανίδι για αρκετά χρόνια.
Κωμικός μεγάλος ο ίδιος, όσο λαμπρή πορεία κι αν διέγραψε στην επιθεώρηση, το κοινό θα τον θυμάται αναγκαστικά από τον χαρακτήρα των βιντεοταινιών που λειτούργησε για τον ίδιο ως δίκοπο μαχαίρι.
Γιατί την ώρα που τον έκανε ευρύτερα γνωστό στα μήκη και τα πλάτη της Ελλάδας, τον αιχμαλώτισε στην επικράτειά του, υπονομεύοντας ουσιαστικά την κατοπινή σταδιοδρομία του: «Υπάρχουν ρόλοι και ρόλοι στο θέατρο που επειδή εγκλωβίστηκα με τον Ταμτάκο δεν έχω παίξει», ομολόγησε εξάλλου και ο ίδιος σε συνέντευξή του.
Δεν του κρατά βέβαια κακία του Ταμτάκου του, καθώς «από τη μία με τυποποίησε και από την άλλη όμως μου έδωσε ψωμί. Δημιούργησα αυτόν τον ωραίο τύπο. Από την άλλη όμως, δεν με φωνάζανε για τίποτε άλλο εκτός από το να κάνω τον Ταμτάκο. Ο Ταμτάκος πουλούσε και ό,τι πουλάει θέλουν».
Και πράγματι ο ρόλος που υποδυόταν αποδείχτηκε ακαταμάχητος σε όλους. Ο τσιγγάνος από την Αγία Βαρβάρα που πουλούσε πατάτες με το Ντάτσουν του και ταλαιπωρούσε όποιον είχε την ατυχία να βρεθεί στο διάβα του έμελλε να επιβιώσει και μετά την αρπαχτή της βιντεοταινίας, περνώντας στα στόματα του λαού και μπαίνοντας στη γλώσσα μας.
Ποια θα ήταν η εξέλιξή του χωρίς τον περιβόητο σίφουνά του Ταμτάκο, κανείς δεν ξέρει, μιλάμε πάντως για ένα κωμικό ταλέντο που ξεκίνησε την καριέρα του στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και συνεργαζόταν άλλοτε με τον Τάκη Χορν. Γι’ αυτό και διαμαρτυρόταν ίσως πως «είμαι κουλτουριάρης. Τον Ταμτάκο τον αγάπησε ο κόσμος, αλλά μπορώ να παίξω και κλασικό [θέατρο]».
Είχε βέβαια την ατυχία να συστηθεί στο κοινό κατά τα πέτρινα χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου, κι έτσι τυποποιήθηκε αναγκαστικά στον ρόλο που έπλασε μόνος του. Όποιος τον έχει δει εξάλλου στις ταινίες που έπαιξε πριν από την ανεκδιήγητη δεκαετία του 1980, όπως τη «Μεγάλη Απόφαση» (1977) και το «Ένα γελαστό απόγευμα» (1979) για παράδειγμα, αντικρίζει έναν ταλαντούχο ηθοποιό με γερές ερμηνείες και άπλετη υποκριτική δεινότητα.
Ο Μόσιος σκάρωσε μάλιστα τον Ταμτάκο του για το θέατρο: «Την πρώτη φορά τον έκανα στην παράσταση “H Χαρτοπαίχτρα” στη Θεσσαλονίκη με τη Βλαχοπούλου. Έπαιζα εγώ το γιο της και ένας ηθοποιός δεν μπορούσε, έτσι έκανα εγώ το ρόλο του, φορώντας μια περούκα για να μην με αναγνωρίσει το κοινό. Έγινε χαμός. Και ακίνητος που καθόμουν, όλοι γελούσαν».
Και με τον σεβασμό που προσέγγισε κατόπιν τον ρόλο του αθίγγανου, μαθαίνοντας ταυτοχρόνως και την ιδιόλεκτο, δεν του θύμωσε ποτέ κανένας, παρά τη διακωμώδηση της ζωής των Ρομά. Όταν τον ρώτησαν άλλωστε αν παρεξηγήθηκε ποτέ κανένας τσιγγάνος μαζί του, απάντησε αμέσως: «Όχι, ποτέ. Τους αγαπούσα και με αγαπούσαν. Το μελέτησα το θέμα για να τον παίξω … Με αγαπούσαν, με λάτρευαν. Δεν τους έθιξα ποτέ, δεν τους σατίρισα, να τους γελοιοποιήσω, να τους υποβαθμίσω, το αντίθετο. Γύρισα σκηνές με τσιγγάνους»…
Ο Μόσιος έζησε τη δόξα που του αναλογούσε και βγήκε στη σύνταξη ως άνθρωπος χορτάτος από αναγνωρισιμότητα και φήμη. «Είμαι ευχαριστημένος από όσα έχω κάνει, πολύ ευχαριστημένος. Θα ήθελα να κάνω και μια ταινία σήμερα, αλλά αφού δεν με φωνάζει κανένας, μόνος μου να την κάνω»;
Όσο για την εποχή που τον ανέδειξε, δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να την υπερασπιστεί: «Βίωσα τον ρατσισμό της βιντεοκασέτας γιατί την εποχή υπήρχαν κάποιοι, ας τους πούμε παραγωγούς, κι έκαναν βιντεοκασέτες άρπα-κόλλα. Έβαζαν κάποιους να παίζουν τους πρωταγωνιστές που δεν τους ήξερε ούτε η μάνα τους. Κανένας δεν έκανε καριέρα από αυτούς. Ο καλός δοκιμασμένος ηθοποιός έκανε ένα όνομα. Εγώ με τον τύπο του Ταμτάκου ειδικά. Ενοχλούμαι, γιατί μας μιλάνε για τη βιντεοκασέτα λες και γύρισα πορνό. Να ντρέπομαι γι' αυτό; Για ποιον λόγο να απολογούμαι, δεν κατάλαβα. Έκανα οικογενειακές κασέτες, τις έβλεπε όλη η οικογένεια. Δεν χυδαιολογούσα. Ο Ταμτάκος αγαπήθηκε πάρα πολύ. Για όλους υπήρχε αυτός ο ρατσισμός»…
Πρώτα χρόνια
Ο Μιχάλης Μόσιος γεννιέται το 1947 στη Θεσσαλονίκη με την υποκριτική να ρέει στο αίμα του. Τα πρώτα του βήματα θα τα κάνει στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και μάλιστα σε έργα του κλασικού ρεπερτορίου. Στο σανίδι εμφανίζεται το 1969, 22 χρονών ακόμα, και παίζει αμέσως Αριστοφάνη, Αισχύλο, Σοφοκλή, αλλά και Σέξπιρ, Γκέτε και Στρίντμπεργκ.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1972, καταφτάνει στην Αθήνα για να παίξει δίπλα στον Δημήτρη Χορν στον «Ριχάρδο Γ’» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Τώρα ενσαρκώνει ρόλους πλάι στη Βλαχοπούλου, τον Ρίζο και τον Γκιωνάκη, περιοδεύει στην Ελλάδα και θέτει τις βάσεις για μια μεγάλη καριέρα που φαινόταν πως θα διαγράψει.
Το 1972 θα κάνει επίσης το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στην κωμωδία «Αν ήμουν πλούσιος», δίπλα στον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Την ώρα που συνεχίζει κανονικά τις θεατρικές του υποχρεώσεις και χωρίς «διάλειμμα» μάλιστα για σειρά δεκαετιών (από το 1975-2008), συμμετέχει στο καστ δύο ακόμα ταινιών, στην αστυνομική περιπέτεια «Μεγάλη Απόφαση» (1977), δίπλα στον Άγγελο Αντωνόπουλο, και στην αισθηματική περιπέτεια «Ένα γελαστό απόγευμα» (1979), πλάι στον Νίκο Κούρκουλο και την Μπέτυ Λιβανού.
Το 1974 θα του συμβεί ένα τραγικό γεγονός: «είχαμε ένα ατύχημα, σκοτώθηκε η αρραβωνιαστικιά μου κι εγώ έζησα ... Για να το ξεπεράσω έκανα πολλά χρόνια», όπως το θυμάται ο ίδιος, αν και την επόμενη χρονιά η τύχη θα του χαμογελάσει πλατιά…
Ο Ταμτάκος
Ήταν τον Μάρτιο του 1975 όταν η Βλαχοπούλου έφερε στο θέατρο την αξέχαστη κινηματογραφική «Χαρτοπαίχτρα» της (έργο του Ψαθά), ανεβάζοντάς τη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Η παράσταση παίχτηκε για δυο μήνες στον Πειραιά και στη συνέχεια, με κάποιες αλλαγές στη διανομή, μεταφέρθηκε τους καλοκαιρινούς μήνες στο θέατρο «Αυλαία» της Θεσσαλονίκης.
Ο Μόσιος έκανε τον γιο της Βλαχοπούλου, αναγκάστηκε ωστόσο κάποια στιγμή, εξαιτίας μιας ξαφνικής αδιαθεσίας ενός ηθοποιού, να παίξει και δεύτερο ρόλο, προκαλώντας κακό χαμό στο θέατρο! Δεν είχε έρθει όμως ακόμα η ώρα για τον Ταμτάκο της βιντεοκασέτας!
Ο Μόσιος συνέχισε κανονικά το θέατρο και έπαιξε σε αρκετές ακόμα ταινίες, όπως στον «Ξεβράκωτο Ρωμιό» (1980), δίπλα στον Ηλιόπουλο και τον Ρίζο, στην αστυνομική «Έξοδο κινδύνου» (1980), με τον Φούντα και τον Κούρκουλο, και στις «Άγριες κότες» (1981) με τους Χατζηχρήστο και Παπαμιχαήλ.
Όσο όμως ο ελληνικός κινηματογράφος έμπαινε στη φάση της παρακμής του, οι χαλεποί καιροί καλούσαν σε δραστικές λύσεις. Η πρώτη μάλιστα φορά που θα αντικρίσει το ελληνικό κοινό τον Ταμτάκο δεν θα είναι στο βίντεο, αλλά στο σελιλόιντ! Ήταν το 1982 και το «Παιδί του σωλήνα» που θα συστήσει στο ελληνικό κοινό τον Ταμτάκο, όταν δύο παράφρονες γιατροί αγοράζουν το σπέρμα του Ταμτάκου για να κάνουν διάφορα πειράματα και καταλήγουν σε ένα βρέφος ίδιο με τον πατέρα του!
Και η δεύτερη περιπέτεια του Ταμτάκου, την αμέσως επόμενη χρονιά, ήταν επίσης γυρισμένη σε φιλμ και βγήκε στις σκοτεινές αίθουσες: στη «Γύφτικη κομπανία» τον πλαισιώνουν μάλιστα ιερά τέρατα όπως ο Γκιωνάκης και ο Ρίζος. Μια δισκογραφική που ψάχνει για νέα ταλέντα και φρέσκιες φωνές ανακαλύπτει στο πρόσωπο του Ταμτάκου, την ώρα που οι μπουλντόζες γκρεμίζουν το αυθαίρετό του, τον εκπληκτικό τραγουδιστή που αναζητούσαν απεγνωσμένα! Για τον άσημο Ταμτάκο, ο δρόμος για την επιτυχία έχει ανοίξει. Όπως είχε ανοίξει διάπλατα και η πόρτα για τον Μιχάλη Μόσιο…
Ο οποίος ξεδίπλωσε τον αμίμητο αθίγγανό του σε καμιά δεκαπενταριά βιντεοταινίες, από τις «Ο γυφτοροκάς», «Η γύφτικη δυναστεία», «Ο γυφτοαριστοκράτης» και «Ο τελευταίος γυφτοκράτορας» του 1986, στα «Χαμός στο Αιγάλεω Σίτι» και «Ταμτάκος ο ηλεκτρονικός» του 1987, κι από κει στις «Ο Ταμτάκος στο ναυτικό», «Ο ερωτόγυφτος με το Ντάτσουν» και «Ταμτάκος, ο Μαραντόνα της Αγίας Βαρβάρας» του 1988, μέχρι και τις «Γύφτος και γοητεία», «Γυφτιά το μεγαλείο σου» και «Ταμτάκο προχώρα, ξεβρώμισε την χώρα» του 1989.
Η τελευταία περιπέτεια του Ταμτάκου θα έρθει το 1990, για να μας πληροφορήσει πως «Ο Ταμτάκος ζει»!
Με την παρακμή και της βιντεοκασέτας, ο Μόσιος εξαφανίζεται από το σινεμά, παραμένει ωστόσο σταθερά της νεοελληνικής επιθεώρησης. Μόνο που τώρα πρέπει να υπεραμυνθεί των επιλογών του: «Όλοι τα έχουν βάλει με τη βιντεοκασέτα, την εποχή του '80. Αν πάρουμε τον ελληνικό καλό κινηματογράφο, από τις 130-200 ταινίες που γυρίζανε εκείνη την εποχή, οι 10-15 ήταν καλές, οι άλλες ήταν γραμμένες στο γόνατο, όσον αφορά το σενάριο. Έπαιζαν και καλοί ηθοποιοί μέσα, για το μεροκάματο. Ποιος ελληνικός καλός κινηματογράφος;».
Αλλά και «Υπήρχαν καλές και κακές βιντεοκασέτες. Όταν βγήκα εγώ, η γενιά η δική μου, είχε τελειώσει ο κινηματογράφος. Τι θα κάναμε, θα μέναμε με σταυρωμένα τα χέρια; Αυτή είναι η δουλειά μας. Πολλοί μεγάλοι και σπουδαίοι ηθοποιοί γύριζαν βιντεοκασέτα, ο Βουτσάς, ο Ρίζος, ο Γκιωνάκης»…
Τώρα ήταν λαϊκό αστέρι και ένας από τους πλέον ιδιοσυγκρασιακούς κωμικούς που πέρασαν ποτέ από το καλλιτεχνικό στερέωμα του τόπου μας.
Τελευταία χρόνια
Την καριέρα του την έκλεισε στο σανίδι, εκεί ακριβώς που την είχε ξεκινήσει. Πλέον έχει βγει στη σύνταξη, επιστρέφει όμως μια στο τόσο στο είδος που αγάπησε, την επιθεώρηση. «Βγήκα στη σύνταξη, όμως με τα λεφτά αυτά δεν ζεις. Θα το παλέψουμε πάντως. Θες δε θες, δεν έχεις άλλη επιλογή», λέει χαρακτηριστικά για τη σημερινή κατάστασή του.
Παρά την καριέρα του ως Ταμτάκου, ή μάλλον εξαιτίας αυτής, ο Μόσιος δεν δέχτηκε σοβαρές προτάσεις για να παίξει στο γυαλί: «Στην τηλεόραση ουσιαστικά δεν υπήρξα ποτέ. Μόνο σε κάποιες παλιές τηλεοπτικές σειρές εμφανίστηκα. Με ρωτάτε αν ήθελα να βρεθώ στην τηλεόραση; Και ποιος ηθοποιός δε θέλει να παίξει; Η δουλειά μας είναι αυτή, αλλά δεν μας φωνάξανε».
Αλλά, όπως είπαμε, κακία στον Ταμτάκο του δεν κράτησε ποτέ: «Δόξα το Θεό που υπήρχε και ο Ταμτάκος και φάγαμε ψωμί». Πλέον περνά τον χρόνο του με την οικογένειά του και τη δεύτερη αγάπη του, τη ζωγραφική: «όχι ότι διαθέτω κάποιο ταλέντο, αλλά το κάνω για να περνά η ώρα μου ευχάριστα».
Αποτιμώντας τη ζωή του, εμφανίζεται ένας άνθρωπος που χόρτασε την επιτυχία και το σταριλίκι, γι’ αυτό και δεν το βάζει κάτω: «Ναι, και στην εποχή της βιντεοκασέτας. Ξεκίνησα πιο νωρίς. Στο θέατρο, στην επιθεώρηση και την πρόζα, έγινα πρωταγωνιστής. Άργησα να κάνω βιντεοκασέτα, έκανα γύρω στο '86. Ανεβαίνεις και κατεβαίνεις. Ο ηθοποιός δεν πεθαίνει ποτέ, όποια ηλικία κι αν έχει. Δεν με ενόχλησε που είχα την πτώση. Έκανα θέατρο, το οποίο όμως δεν φαινόταν. Όσοι δεν παίζουμε στην τηλεόραση νομίζουν ότι εξαφανιστήκαμε»…