Ήταν 28 Μαρτίου του 1942 όταν η γερμανική πόλη Λούμπεκ σχεδόν ισοπεδώθηκε από τους εναέριους βομβαρδισμούς των συμμαχικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι πάνω από 400 βόμβες που έπεσαν στην πόλη προξένησαν φοβερές καταστροφές.
Μεταξύ των σπιτιών και των μνημείων που διαλύθηκαν ολοσχερώς ήταν και ο τεράστιος γοτθικός καθεδρικός «Ναός της Μαρίας» ή όπως είναι γνωστός σε ντόπιους και επισκέπτες, «Μάρινκιρχε».
Μέρες μετά την επιδρομή συνεργεία αποκατάστασης άρχισαν να κάνουν μία εκτίμηση των ζημιών που είχε υποστεί ο επιβλητικός ναός. Εκεί έγινε μία μοναδική ανακάλυψη. Η φωτιά είχε λιώσει σε τέτοιο βαθμό τις ζωγραφιές στους τοίχους που είχε αποκαλύψει τις νωπογραφίες που βρίσκονταν από κάτω και χρονολογούνταν από το 1250. Η ανακάλυψη αυτή ονομάστηκε το «Θαύμα του Μάρινκιρχε».
Αμέσως μόλις οι αρχές της πόλης ορθοπόδησαν έβαλαν σαν προτεραιότητα την αποκατάσταση των ιστορικών νωπογραφιών την επομένη που θα τελειώσει ο πόλεμος. Όποτε και αν αυτό συνέβαινε. Εκεί λοιπόν μπαίνει στο κάδρο της ιστορίας ο παγκοσμίως άγνωστος αλλά εξαιρετικά ταλαντούχος ζωγράφος, Λόθαρ Μάλσκατ.
Από τη ζωή στα παγκάκια και το βάψιμο σπιτιών στην αποκατάσταση του καθεδρικού
Η οικογένεια των Φέι ήταν πάντα κοντά στην τέχνη. Ο Πατέρας Φέι ήταν ιστορικός που εργάστηκε στην αποκατάσταση τοιχογραφιών σε εκκλησίες της γερμανικής επικράτειας από το 192ο έως και μετά το 1930. Ο γιος του, Ντίτριχ Φέι, δεν είχε το καλλιτεχνικό χέρι του πατέρα του αλλά ήταν ένας μπίζνεσμαν που τα κατάφερνε καλά με τον λόγο. Αυτός λοιπόν ανέλαβε το ιστορικό έργο της ανάπλασης των νωπογραφιών του μεγάλου καθεδρικού στο Λούμπεκ. Φυσικά χρειαζόταν εργατικά χέρια που θα είχαν και καλλιτεχνική φλέβα και όχι απλούς βαφείς.
Ο νεαρός τότε Λόθαρ Μάλσκατ προσέγγισε τον Φέι καθώς η μόνη δουλειά που μπορούσε να βρει στη Γερμανία που να θυμίζει ζωγραφική ήταν… να βάφει σπίτια. Τα έσοδα του μηδαμινά και ως εκ τούτου κοιμόταν σε ένα παγκάκι. Η πρώτη δουλειά που ανέλαβε να κάνει για τον Φέι ήταν -όλως περιέργως- να του βάψει το σπίτι. Σιγά σιγά ωστόσο μπήκε στον τομέα των αποκαταστάσεων τοιχογραφιών και έδειξε γρήγορα το ταλέντο του το 1937 όταν και ολοκλήρωσε σχεδόν μόνος του την αποκατάσταση του ναού του «Πέτρι-Ντομ» στην πόλη Σλέσβιγκ.
Αντέγραψε το μέχρι να το πετύχεις
Ο τομέας των αποκαταστάσεων βασίστηκε σχεδόν εξολοκλήρου στις αντιγραφές και τις πλαστογραφίες των αυθεντικών έργων σε σημείο που ακόμα και ειδικοί να ξεγελιούνται όσον αφορά την αυθεντικότητα των έργων.
Ο Μάλσκατ λοιπόν όταν μπήκε στο ναό «Πέτρι-Ντομ» ανακάλυψε μετά λύπης του πως προηγούμενες αποκαταστάσεις είχαν «τραυματίσει» τις αρχικές τοιχογραφίες σε τέτοιο βαθμό που τις είχαν σβήσει σχεδόν ολοκληρωτικά. Ο Μάλσκατ ήξερε τι να κάνει. Επεξεργάστηκε και έβαψε τα τούβλα με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνονται παλιά, χρησιμοποιώντας ασβέστη και μπογιά ενώ έπειτα ζωγράφισε ελεύθερα και από μνήμης τα έργα. Μετά τα ξαναεπεξεργάστηκε ώστε να τους δώσει ένα τόνο «παλιακό» και το αποτέλεσμα εντυπωσίασε τους πάντες. Ο Φέι όμως πήρε όλους τους επαίνους για το αποτέλεσμα ενώ ο Μάλσκατ παρέμεινε ένας «άσημος βοηθός».
Και παρέμεινε ένας «άσημος βοηθός» για τα επόμενα χρόνια καθώς την «καριέρα» του διέκοψαν οι εχθροπραξίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ή ένταξη τους στην Βερμάχτ. Όταν ο πόλεμος τελείωσε ο φέρελπις ζωγράφος έψαξε τον παλιό του εργοδότη καθώς συνέχιζε να είναι απένταρος και άστεγος. Ο τομέας των αποκαταστάσεων και των αναπαλαιώσεων δεν είχε αρκετό «ψωμί» πλέον οπότε έστρεψαν το βλέμμα τους αλλού: Στις αντιγραφές γνωστών έργων ζωγράφων που έμειναν στην ιστορία. Πλαστογράφησαν πάνω από 500 έργα των Ρέμπραντ, Πικάσο, Βαν Γκογκ, Μουντς, Ρενουάρ και άλλων.
Σκόνη στον αέρα
Η επιθετική πολιτική ανοικοδόμησης της Γερμανίας μετά το τέλος του Πολέμου ήταν εξόχως επιτυχημένη καθώς η οικονομία της Δυτικής Γερμανίας σταθεροποιήθηκε περί το 1948, κατακρημνίζοντας τη μαύρη αγορά αντιγραφών έργων τέχνης. Ως εκ τούτου οι Φέι και Μάλσκατ θα έμεναν χωρίς αντικείμενο εργασίας. Άρα και χωρίς εισοδήματα.
Οι αρχές της πόλης του Λούμπεκ είχαν μαζέψει από δωρεές το ποσό των 150.000 μάρκων και αμέσως επικοινώνησαν με τον Ντίτριχ Φέι ώστε να αναλάβει την αποκατάσταση του Μάρινκιρχε. Το δίδυμο αμέσως έπιασε δουλειά, αλλά η εικόνα του καθεδρικού ήταν τόσο αποκαρδιωτική που όταν ο Μάλσκατ φύσηξε πάνω σε έναν τοίχο οι ζωγραφιές έφευγαν στον άνεμο σαν σκόνη. Η πρόκληση ήταν μεγάλη και η τεχνική δοκιμασμένη και επιτυχημένη.
Ασβέστης, μπογιά, παλιακός τόνος και ελεύθερη ζωγραφική από την αρχή με εικόνες από μνήμης. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό και μάλιστα μέσα σε έναν χρόνο από την παράδοση του ναού στο κοινό, 100.000 τουρίστες επισκέφτηκαν την πόλη μόνο και μόνο για να θαυμάσουν την αποκατάσταση των τοιχογραφιών, η οποία τελείωσε το 1951.
Οι αρχές ενθουσιάστηκαν τόσο με το αποτέλεσμα που τύπωσαν 2 εκατομμύρια γραμματόσημα με τον ναό της Μάρινκιρχε. Οι Γερμανοί είχαν γεμίσει με ένα αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας και «ολοκλήρωσης». Ο μόνος άνθρωπος που ήταν εξοργισμένος με αυτή την εξέλιξη ήταν ο Μάλσκατ.
Μα δεν μπορεί να συλληφθεί κανείς σε αυτή την πόλη;
Ο Ντίτριχ Φέι ήταν το δημόσιο πρόσωπο της αποκατάστασης και φυσικά πήρε όλα τα εύσημα. Αλλά και τα χρήματα. Ο Μάλσκατ πληρωνόταν σαν ένας απλός εργάτης ενώ στην ουσία ήταν αυτός που για 3 χρόνια αδιάληπτα βρισκόταν πάνω στις σκαλωσιές δημιουργώντας εκ του μηδενός τις τοιχογραφίες. Η αμοιβή του; 110 μάρκα την εβδομάδα. Η αμοιβή του Μάλσκατ; 150.000 γερμανικά μάρκα.
Περισσότερο όμως από τα χρήματα ο Μάλσκατ ήθελε να του αποδοθούν τα εύσημα για την δουλειά του. Και άρχισε να αφήνει στοιχεία στις τοιχογραφίες, όπως τα αρχικά του «ΛΜ». Ο Φέι που επέβλεπε την πρόοδο των εργασιών έβαφε από πάνω τα στοιχεία.
Έναν χρόνο άντεξε ο Ρώσος ζωγράφος να μένει στην αφάνεια και στη σκιά του Φέι. Ήταν 9 Μαΐου του 1952 όταν πέρασε το κατώφλι του αστυνομικού τμήματος του Λούμπεκ καταγγέλλοντας πως οι τοιχογραφίες του Μάρινκιρχε είναι αντιγραφή των πραγματικών έργων και πως εκείνος είχε προβεί σε αυτή την παράνομη πράξη. Μέσω της «παράδοσής» του στις αρχές ήθελε να δημιουργηθεί ένα γεγονός το οποίο εν τέλει θα τον αποκάλυπτε ως τον πραγματικό δημιουργό των τοιχογραφιών. Δεν τα κατάφερε. Η αστυνομία τον έδιωξε κλωτσιδών από το τμήμα.
«Θα με δω στα δικαστήρια»
Τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος όταν οι αστυνομικές αρχές δεν συνεργάζονται μαζί του; Παίρνει το νόμο στα χέρια του. Έτσι στις 7 Οκτωβρίου του 1952 ο δικηγόρος του Μάλσκατ μπήκε στο αστυνομικό τμήμα του Λούμπεκ κρατώντας φωτογραφίες με τα έργα καταθέτοντας μήνυση κατά του… πελάτη του και του Φέι. Οι απρόθυμοι αστυνομικοί μετά από την μήνυση δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά από το να ερευνήσουν τις καταγγελίες. Και τα λεγόμενα και οι κατηγορίες του Μάλσκατ κατά του... εαυτού του αποδείχθηκαν αλήθεια.
Ο Μάλσκατ πέτυχε αυτό που επιθυμούσε διακαώς. Συνελήφθη για πλαστογραφία, όπως και ο Φέι. Η πολύκροτη δίκη ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1954. Και ήταν μία πραγματική παρωδία καθώς ο Μάλσκατ και ο συνήγορός του δεν υπερασπίζονταν την θέση τους καθώς και οι δύο ήθελαν τον Ρώσο πίσω από τα κάγκελα και εν τέλει δικαιωμένο για τα έργα του.
Και το πέτυχαν το 1955 καθώς ο Μάλσκατ καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών. Ο ζωγράφος δεν εξέτισε αμέσως την ποινή του αφού διέφυγε των αρχών και εγκαταστάθηκε στη Σουηδία εξαργυρώνοντας τη φήμη που κατέκτησε με την καταδίκη/δικαίωση του.
Το 1956 και αφού πρώτα είχε ζωγραφίσει το εσωτερικό ενός εστιατορίου και του γηπέδου τένις του Βασιλιά, εκδόθηκε στην Γερμανία όπου εξέτισε την ποινή του. Έζησε μία ήσυχη ζωή και πέθανε το 1988, βλέποντας τις νωπογραφίες του στο ναό της Μάρινκιρχε να βάφονται ξανά από πάνω…