Οι μεγάλοι ξένοι tour operators μπαίνουν πιο ενεργά στην κούρσα της διεκδίκησης ελληνικών ξενοδοχείων. Λόγω της συνεχιζόμενης υψηλής ζήτησης και της επιτάχυνσης από πλευράς των τραπεζών των διαδικασιών για το ξεκαθάρισμα των κόκκινων δανείων οι ξένοι διεκδικούν ελληνικά ξενοδοχεία.
ΤUI, Thomas Cook, Der Touristik, Alltours είναι μερικά μόνο από τα ονόματα που θέλουν να ενισχύσουν το αποτύπωμά τους στον ξενοδοχειακό χάρτη της Ελλάδας με δικά τους brands, έχοντας ήδη εισπράξει τα θετικά μηνύματα από τις δύο μεγαλύτερες τουριστικές αγορές για τη χώρα μας, τη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία, απ’ όπου αναμένεται να συνεχιστεί το θετικό σερί των τελευταίων ετών, με περαιτέρω αύξηση το φετινό καλοκαίρι, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τις προκρατήσεις. Είτε με τον ρόλο του «λευκού ιππότη», του στρατηγικού επενδυτή, είτε συμμετέχοντας στις διαδικασίες πώλησης που εκκινούν οι τράπεζες, ως μέσο πίεσης προς τους ιδιοκτήτες, οι μεγάλοι ξένοι tour operators δίνουν πλέον ηχηρό «παρών», επιβεβαιώνοντας τις φωνές μέσα από τις τράπεζες αλλά και από τις μεγάλες εταιρείες συμβούλων ότι ο ξενοδοχειακός κλάδος είναι αυτή τη στιγμή Νο 1 ως προς το επενδυτικό ενδιαφέρον από το εξωτερικό.
Ακριβώς αυτό το ενδιαφέρον φάνηκε, προ ημερών, περίτρανα από την πώληση των μονάδων στην Κω της εταιρείας Λακιτίρα Α.Ε. της οικογένειας Ανδριόπουλου, η οποία κατέληξε τελικά, αντί τιμήματος 62,9 εκατ. ευρώ (υψηλότερα του αναμενομένου) στο σχήμα της Atlantica, του Κύπριου επιχειρηματία Νικολή Νικολαΐδη, με τη συμμετοχή της TUI, με απτό ωστόσο το ενδιαφέρον των Thomas Cook και Der Touristik. Η συγκεκριμένη κίνηση, όπως λέγεται, θα ανοίξει τον δρόμο και για άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις «κόκκινων» ξενοδόχων, πολύ περισσότερο δε από τη στιγμή που εξασφαλίζεται η άμεση λειτουργία των μονάδων κατά την επικείμενη θερινή σεζόν και η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Από την άλλη πλευρά, άπαντες οι ενδιαφερόμενοι διαπιστώνουν συνολικά τη δυστοκία σε συμφωνίες και εξαγορές ξενοδοχείων στην ελληνική αγορά, λόγω και των υψηλών προσδοκιών των ιδιοκτητών, εξ ου και η χώρα μας είναι στις τελευταίες θέσεις της ευρωπαϊκής κατάταξης.
Οπως προκύπτει με βάση σχετική έρευνα της γνωστής εταιρείας συμβούλων στον τομέα της φιλοξενίας HVS για τα σημαντικότερα ξενοδοχειακά deals του 2017, με αξία τουλάχιστον 7,5 εκατ. ευρώ και πάνω, σε ένα σύνολο 24 ευρωπαϊκών χωρών η Ελλάδα των τουριστικών ρεκόρ είχε μόλις τρείς μεγάλες ξενοδοχειακές συμφωνίες (για το «King George» με αγοραστή την ΛΑΜΨΑ στα 43 εκατ. ευρώ, για το πρώην «Αthens Ledra» με αγοραστές το δίδυμο Hines - Henderson Park με 33,1 εκατ. ευρώ και το deal της Alltours στην Κρήτη με άγνωστο το τίμημα).
Η χώρα μας βρίσκεται λίγο πιο πάνω, ως προς τον αριθμό των συμφωνιών, από τη Βουλγαρία, το Μαυροβούνιο, το Βέλγιο, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σλοβενία, οι οποίες αριθμούν από μία έως δύο μεγάλες συμφωνίες στις αγοραπωλησίες ξενοδοχείων για την περασμένη χρονιά, και κάτω από την Κροατία, την Τσεχία και τη Φινλανδία, που αριθμούν τέσσερα deals για την περασμένη χρονιά.
Συνολικά στην Ευρώπη, οι ξενοδοχειακές συναλλαγές, με μίνιμουμ αξία 7,5 εκατ. ευρώ, έφτασαν πέρυσι το εντυπωσιακό νούμερο των 21,7 δισ. ευρώ, με αύξηση κατά 22% σε σύγκριση με το 2016. Ιστορικά ο μεγαλύτερος όγκος συναλλαγών στα ξενοδοχεία ήταν το 2015 με 23,7 δισ. ευρώ, υψηλότερα ακόμη και από τα πρό της διεθνούς οικονομικής κρίσης επίπεδα, το 2006, όταν το αντίστοιχο νούμερο είχε φτάσει τα 20,3 δισ. ευρώ. Στη χώρα μας, έστω και αν οι τράπεζες έχουν αρχίσει να κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, δεν υπήρξε εντός του 2017 καμία πώληση μεγάλου ξενοδοχειακού χαρτοφυλακίου, την ίδια στιγμή που πανευρωπαϊκά, από το σύνολο των 21,7 δισ. ευρώ, τα μεγάλα ξενοδοχειακά χαρτοφυλάκια που άλλαξαν χέρια την περασμένη χρονιά έφτασαν σε ύψος τα 9,3 δισ. ευρώ (+29% έναντι του 2016), ενώ τα υπόλοιπα 12,4 δισ. ευρώ αφορούσαν μεμονωμένες συναλλαγές
. Πρωταθλήτρια πανευρωπαϊκά αναδεικνύεται η Μεγάλη Βρετανία, με ξενοδοχειακές συναλλαγές ύψους 5,4 δισ. ευρώ το 2017 (από 3,6 δισ. ευρώ το 2016) και ακολουθεί, πριν από τη Γερμανία, η Ισπανία, με 5 δισ. ευρώ συνολικά, εκ των οποίων τα 3,4 δισ. ευρώ ήταν σε συμφωνίες ξενοδοχειακών χαρτοφυλακίων, το υψηλότερο νούμερο πανευρωπαϊκά.