Την ανάγκη να μπει ένα οριστικό τέλος «στον φαύλο κύκλο της πολιτικής του ψέματος» επεσήμανε ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του Λουκά Τσούκαλη, «Η Υπεράσπιση της Ευρώπης», στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
«Η πολιτική αλλαγή πρέπει να πραγματοποιηθεί εγκαίρως στην Ελλάδα για να εισέλθει η χώρα «στον δημιουργικό κύκλο της πολιτικής της αλήθειας», υπογράμμισε μεταξύ άλλων.
Ο κ. Μητσοτάκης άσκησε εκ νέου οξύτατη κριτική στην κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό Αλεξ. Τσίπρα όταν αναφέρθηκε στην ενίσχυση των λαϊκιστικών δυνάμεων στη γηραιά Ήπειρο.
«Στην Ευρώπη»,επισήμανε ο κ. Μητσοτάκης, «σήμερα, ζούμε την αμφισβήτηση κάθε συστημικής ηγεσίας. Και αυτή η αμφισβήτηση μπορεί να πάρει τεράστιες – απρόβλεπτες διαστάσεις και να αφήσει δυσεπούλωτα τραύματα στο πέρασμά της. Στην Ελλάδα το βιώνουμε αυτό. Φτάσαμε πολύ κοντά στο δρόμο δίχως επιστροφή. Και δεν τον έχουμε αποφύγει οριστικά ακόμη. Διότι εξακολουθούμε να έχουμε μια ανίκανη Κυβέρνηση, παρότι η βούληση του ελληνικού λαού έχει αναμφισβήτητα μεταστραφεί. Διότι αν υπάρχει ένα καλό που έκανε ο κ. Τσίπρας, είναι ότι συνέτριψε οριστικά το λαϊκίστικο αφήγημα του εύκολου δρόμου για την έξοδο από την κρίση. Σίγουρα κόστισε πολύ αυτή η εμπειρία. Αλλά μετά την εμπειρία του κ. Τσίπρα, η Ελλάδα γυρίζει αποφασιστικά την πλάτη στην ανευθυνότητα και τον τυχοδιωκτισμό”.
Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, αναφερόμενος στις εξελίξεις στην Ευρώπη και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ε.Ε. σημείωσε ε ότι η Ελλάδα,«κατά τα τελευταία χρόνια, υπήρξε μια ιδιότυπη πρωταγωνίστρια. Ήταν κυρίως η ελληνική κρίση που ανέδειξε τις μεγάλες ατέλειες του θεσμικού οικοδομήματος της Ο.Ν.Ε. Μιας Νομισματικής Ένωσης που, όμως, δεν έγινε ποτέ πραγματική Οικονομική Ένωση.
Τόνισε επίσης ότι «η αδυναμία των ευρωπαϊκών ελίτ να διασφαλίσουν τη δίκαιη διάχυση των ευκαιριών και των πλεονεκτημάτων των ανοικτών συνόρων, του ελεύθερου εμπορίου, της προόδου της τεχνολογίας σε όσο το δυνατό περισσότερους πολίτες», δημιούργησε μια «αίσθηση ανισότητας στα κράτη – μέλη» κι ήταν αυτή «που κατά κύριο λόγο αναζωπύρωσε τον ευρωπαϊκό εθνικισμό μαζί με το λαϊκισμό».