
Αλέξανδρος Ιόλας. Ο άνθρωπος που έφερε στην Ελλάδα τους μεγαλύτερους αστέρες του διεθνούς τζετ σετ και βοήθησε στην ανάδειξη των πιο ταλαντούχων Ελλήνων καλλιτεχνών.
Το όνομα του Αλέξανδρου Ιόλα έχει συνδεθεί με την τέχνη, την εκκεντρικότητα, το χρήμα και τον προκλητικό –για τα δεδομένα της Αθήνας του 1970 – 1980 τρόπο ζωής.
Ήταν, άλλωστε, η προσωπικότητα που θα άλλαζε για πάντα της έννοια του γούστου και της καλαισθησίας στα ελληνικά δεδομένα.
Ποιος ήταν ο Αλέξανδρος Ιόλας;
Το όνομα Κωνσταντίνος Κουτσούδης σίγουρα δε μας θυμίζει κάτι. Δε συμβαίνει, όμως, το ίδιο με το ψευδώνυμο «Αλέξανδρος Ιόλας», με το οποίο ο διασημότερος Έλληνας γκαλερίστας έγινε γνωστός παγκοσμίως ως ένας από τους πιο ικανούς μελετητές της τέχνης.
Γεννημένος το 1907, από εύπορους γονείς, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, από νωρίς κατάλαβε πως ήταν γραφτό να πετύχει. Στα 20 του χρόνια έρχεται στην Αθήνα και εκμεταλλευόμενος πλήρως το επικοινωνιακό του ταλέντο ξεκινά να συναναστρέφεται με τις πιο δημοφιλείς προσωπικότητες της εποχής.
Μερικά χρόνια αργότερα, το 1931 εγκαταλείπει την Ελλάδα και ξεκινά τα ταξίδια του στην Ευρώπη, επιθυμώντας να ακολουθήσει το όνειρό του να γίνει χορευτής. Το ταξίδι του στη Νέα Υόρκη στα μέσα της δεκαετία του ‘30, όμως, ήταν γραφτό να του αλλάξει για πάντα τη ζωή.
Ένας τραυματισμός στο πόδι το 1944 τον αναγκάζει να εγκαταλείψει την μέχρι τότε καριέρα του. Νέα του ασχολία; Το εμπόριο τέχνης. Την ίδια χρονιά ανοίγει την πρώτη του γκαλερί στη Νέα Υόρκη. Ένας θρύλος είχε μόλις γεννηθεί…
Η επιστροφή στην Ελλάδα και το χτίσιμο της βίλας της Αγίας Παρασκευής
Ο δαιμόνιος Έλληνας κατάφερε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να εδραιωθεί στο χώρο της τέχνης. Οι συναναστροφές του με τα μεγαλύτερα ονόματα των Τεχνών και των Γραμμάτων τον ανέδειξαν σε μία από τις πιο λαμπερές προσωπικότητες της εποχής.
Ο ίδιος, ωστόσο, είχε μόνο ένα πράγμα στο μυαλό του: Να επιστρέψει στην Ελλάδα και να βοηθήσει τους Έλληνες καλλιτέχνες να αναγνωριστούν και να πετύχουν σε παγκόσμιο επίπεδο. Και τα κατάφερε. Οι γκαλερί που είχε ανοίξει σε Μιλάνο, Γενεύη, Παρίσι, Ζυρίχη, Μαδρίτη και Ρώμη δεν τον εμπόδισαν να γυρίσει στην Ελλάδα, με συστατική, μάλιστα, επιστολή του Καβάφη.
Αρχές του ’50 αγοράζει μια έκταση 25 στρεμμάτων στην Αγία Παρασκευή, (μια περιοχή μεσογειακού τοπίου, όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος) με σκοπό να χτίσει ένα «χωριό καλλιτεχνών» στο οποίο θα έμεναν όλοι οι ταλαντούχοι «φίλοι» του… Μέχρι το 1970 όταν και έκλεισε όλες του τις γκαλερί, μοίραζε το χρόνο του σε εξωτερικό και Ελλάδα. Μόλις όμως ήρθε μόνιμα, η τεράστια συλλογή του από έργα τέχνης αμύθητης αξίας έφτασε στη χώρα μας, συγκεκριμένα στην Αγία Παρασκευή!
Όταν ο Βερσάτσε ταξίδευε στην Ελλάδα για να «πιει έναν καφέ» στη βίλα του Ιόλα
Δημήτρης Πικιώνης, Γιάννης Τσαρούχης και Παύλος Καλατζόπουλος αναλαμβάνουν το σχεδιασμό και τη διακόσμηση της βίλας στην οποία φιλοξενήθηκαν οι πιο διάσημες προσωπικότητες της Ελλάδας και του Χόλιγουντ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Τζιάνι Βερσάτσε που «πεταγόταν» στην Ελλάδα για 2 ώρες για να «πιει έναν καφέ» με τον Ιόλα. Αρχηγοί κρατών, πολιτικοί, εφοπλιστές, ζωγράφοι, γλύπτες και σχεδιαστές φιλοξενήθηκαν στη βίλα που σήμερα μοιάζει με φάντασμα της χλιδής του παρελθόντος.
Άντι Γουόρχολ ο άνθρωπος τον οποίο ο Ιόλας έκανε διάσημο και στον οποίο χρωστάμε το Pop Art-, Πάμπλο Πικάσο, Τζόρτζιο Αρμάνι, Αριστοτέλης Ωνάσης, Σταύρος Νιάρχος, Ανδρέας Παπανδρέου, Σταύρος Ξαρχάκος, Βασίλης και Ελίζα Γουλανδρή και Μελίνα Μερκούρη ήταν μόλις μερικοί από εκείνους που δείπνησαν στη βίλα του Ιόλα, την οποία ο ίδιος επέμενε να αποκαλεί «Μουσείο». Και πράγματι ήταν.
Χρυσές πόρτες, αρχαίες κολώνες και 10.000 συλλεκτικά έργα τέχνης
Ο Ιόλας θεωρούσε σπίτι του μόλις ένα δωμάτιο, αυτό δίπλα στην κουζίνα. Όλα τα υπόλοιπα ήταν θεματικά και είχαν αφιερωθεί σε καθέναν από τους αγαπημένους του καλλιτέχνες, ενώ φιλοξενούσαν συνολικά περισσότερα από 10.000 συλλεκτικά κομμάτια.
Οι πόρτες ήταν χρυσές και οι τοίχοι από μάρμαρο Πεντέλης, με τις αρχαίες κολώνες από Ραβέννα που κοσμούσαν κάθε γωνιά του σπιτιού να δίνουν την αίσθηση πως μπαίνοντας στη βίλα, ταξιδεύεις πίσω στο χρόνο.
Τα έργα και τα προσωπικά αντικείμενα του Ιόλα ήταν αξίας ανυπολόγιστης. Πέρα από τους πίνακες και τα αρχαία κομμάτια, όσοι είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν το εσωτερικό της βίλας, είχαν να θυμούνται τα εκκεντρικά παπούτσια και την γκαρνταρόμπα του πάμπλουτου συλλέκτη, η οποία καταλάμβανε όλους τους χώρους του υπογείου. Σε αυτή συμπεριλαμβάνονταν 3.000 πουκάμισα, εκατοντάδες κοστούμια και δύο ντουλάπες γεμάτες γούνες.
Χαρακτηριστικό του πόσο αξιοζήλευτο ήταν το εσωτερικό της βίλας, είναι το γεγονός πως μέχρι και… υπουργοί είχαν πιαστεί επ’ αυτοφώρω να προσπαθούν να κλέψουν κάτι από μέσα. Ο Ιόλας είχε καταφέρει να γίνει ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα πρόσωπα της Ελλάδας. «Δεν είμαι συλλέκτης, είμαι νταβατζής της τέχνης», δήλωνε με υπερηφάνεια, χωρίς να περιμένει τη διαστρέβλωση των λεγομένων του από τον Τύπο της εποχής. Η εκκεντρικότητα και η τάση του να μη φιλτράρει τα όσα έλεγε στους δημοσιογράφους, δυστυχώς, του στοίχισε λίγο παραπάνω από όσο περίμενε.
Το άδοξο τέλος
Όση φήμη και αποδοχή από τον καλλιτεχνικό κόσμο γνώρισε κατά την ακμή του, τόσο άδοξο μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς το τέλος του. Κουρασμένος, εξαθλιωμένος και ταπεινωμένος στη χώρα του, ο Ιόλας φεύγει από την Ελλάδα το 1987 για να νοσηλευτεί σε κάποιο νοσοκομείο της Νέας Υόρκης.
Τι κι αν στο εξωτερικό μέχρι σήμερα θεωρείται θρύλος; Για εκείνον, η πατρίδα του δεν μπόρεσε ποτέ να δεχτεί την ιδιαιτερότητά του. Μέχρι και η ίδια του η αδερφή, Νίκη Στάιφελ, μιλούσε για εκείνον χαρακτηρίζοντάς τον «έκφυλο».
Εκείνος από τη μεριά του είχε δηλώσει: «Τι να πω για την αδερφή μου… Είναι δυστυχισμένη. Δεν έχει φίλους και κανένας δεν την καλεί σε κανένα πάρτι. Είναι μόνη της όλη την ημέρα με τη Φιλιππινέζα υπηρέτριά της».
Ο Ιόλας πεθαίνει μόνος του στο νοσοκομείο στις 8 Ιουνίου 1987,σε ηλικία 80 ετών. Για πολλούς, ο θάνατός του είναι η πρέπουσα τιμωρία για εκείνον. Όχι όμως και για τον φροντιστή του, Λάζαρο Πολίτη.
Μετά το θάνατό του, οι κληρονόμοι δεν κατάφεραν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Η διαμάχη τους οδήγησε στη σφράγιση της βίλας που άλλοτε έσφυζε από ζωή.
Μέσα σε ελάχιστους μήνες το Μουσείο του Ιόλα καταληστεύτηκε, καταστράφηκε, έχασε κάθε ίχνος της παρουσίας ενός ανθρώπου της τέχνης, όπως ήταν ο ιδιοκτήτης της και εγκαταλείφθηκε από το κράτος σα να επρόκειτο για μηδαμινής αξίας περιουσία.
Ορισμένα από τα κλεμμένα κομμάτια βρέθηκαν στην οικεία της αδερφής του και κατασχέθηκαν από τις Αρχές. Ορισμένα μεγάλα γλυπτά εντοπίστηκαν συσκευασμένα για εξαγωγή, σε αποθήκη μεταφορικής εταιρείας χωρίς φυσικά καμία άδεια. Τα περισσότερα, όμως, δε βρέθηκαν ποτέ.
Και το χειρότερο; Κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει σεβαστεί το χώρο που θα μπορούσε να αποτελεί πόλο έλξης για χιλιάδες τουρίστες ετησίως. Στη βίλα μπαινοβγαίνει ανενόχλητος όποιος θέλει, κλέβει ό,τι έχει απομείνει, καταστρέφει τα ελάχιστα γλυπτά και μάρμαρα που έχουν επιζήσει στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους και φροντίζει να «στολίζει» τους τοίχους με μια άλλου είδους «τέχνη» που σίγουρα η αισθητική του Ιόλα θα απέρριπτε.
Το μόνο που δεν έχουν καταφέρει να απομακρύνουν, είναι ένα τεράστιο μαρμάρινο τραπέζι στο κέντρο της κατοικίας, το οποίο, όμως, έχει υποστεί μεγάλες φθορές. Όχι φυσικά από το χρόνο. Αλλά από τον άνθρωπο…
Κάπως έτσι, η δικαίωση ήρθε. Όχι φυσικά διότι αναγνώρισε κανείς τη φήμη που χάρισε ο Ιόλας στην Ελλάδα, αλλά γιατί για ακόμα μία φορά αποδείχθηκε πως ο Έλληνας δεν σέβεται ούτε την ιστορία, ούτε την τέχνη, ούτε την κληρονομιά του.
Γιατί σίγουρα το αρχιτεκτονικό αυτό αριστούργημα θα μπορούσε ακόμα να προσφέρει πολλά στην Ελλάδα. Σε κάποια άλλη Ελλάδα για την ακρίβεια.