Το χρήμα χρησιμοποιείται σε όλες τις εποχές προς όλες τις κατευθύνσεις και για όλους τους σκοπούς. Η απόκτησή του υπήρξε εδώ και πολλούς αιώνες μία από τις κύριες επιδιώξεις των ανθρώπων. Τα νομίσματα αποτελούν μια βασική μονάδα μέτρησης του χρήματος.
Τα νομίσματα άλλαξαν, μεταβλήθηκαν, προσαρμόστηκαν στις εκάστοτε αλλαγές που προκάλεσαν ή προκλήθηκαν από διαφορετικές αιτίες παρακολουθώντας κοινωνικές, οικονομικές και ιστορικές συνθήκες.
Τα πρώτα νομίσματα κατασκευάστηκαν στη Μ. Ασία από ήλεκτρο, κράμα χρυσού και αργύρου, στα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα. Το πολύτιμο μέταλλο έδινε την αξία, το μικρό σχήμα το έκανε εύκολο στη μεταφορά, το σύμβολο της κάθε εκδίδουσας αρχής, που προστέθηκε αργότερα, έδινε την εγγύηση για το βάρος και την αυθεντικότητά του.
Αργυρή δραχμή Άργους (370-350 π.χ.)
Οι ελληνικές πόλεις διέδωσαν την χρήση του νομίσματος από την Ισπανία μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Χρησιμοποίησαν τα σύμβολά τους, ήρωες, θεούς, ζώα, φυτά κ.λπ., για να σηματοδοτήσουν τα νομίσματα. Έκοψαν νομίσματα κυρίως σε άργυρο, καθώς αυτό ήταν το πολύτιμο μέταλλο στο οποίο είχαν ευκολότερη πρόσβαση. Στα τέλη του 5ου και κυρίως τον 4ο π.Χ. αιώνα κυκλοφόρησαν και χάλκινα νομίσματα για τις μικρές καθημερινές συναλλαγές.
Ο βασιλιάς Φίλιππος Β’ διέδωσε τη χρήση των χρυσών νομισμάτων, καθώς είχε πρόσβαση στα μεταλλεία χρυσού του Παγγαίου. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου Γ’ άρχισαν να απεικονίζονται ηγεμόνες και βασιλείς της κάθε περιοχής στα νομίσματα. Η παράσταση του ηγεμόνα αυτοκράτορα γίνεται το βασικό θέμα της εικονογραφίας στα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά νομίσματα από τον 1ο π.Χ. έως τον 4ο μ.Χ. αιώνα.
Τα ρωμαϊκά νομίσματα διαδόθηκαν σε όλο το γνωστό κόσμο και κόπηκαν σε χρυσό, άργυρο και χαλκό. Στα βυζαντινά νομίσματα εκτός από τον αυτοκράτορα προστέθηκε και η απεικόνιση του θείου, ο Χριστός, το χέρι του Θεού, η Θεοτόκος, χριστιανικά σύμβολα, έγιναν παραστάσεις στην κύρια όψη του νομίσματος.
Ένας Θεός και ένας αυτοκράτορας, η αντίληψη του βυζαντινού για τον κόσμο απεικονίστηκαν στα νομίσματα.
Ο βυζαντινός χρυσός σόλιδος επικράτησε από τον 4ο έως τον 11ο αιώνα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και πολύ πέρα απ’ αυτήν. Στη Δυτική Ευρώπη, νομίσματα χρυσά ακολούθησαν τα πρότυπα των ρωμαϊκών και βυζαντινών νομισμάτων. Από το 13ο έως και το 15ο αιώνα, το βενετσιάνικο νόμισμα θα επικρατήσει σ’ αυτήν την περιοχή. Στην Ευρώπη, τα χρυσά φιορίνια της Φλωρεντίας θα αποτελέσουν τη βάση των εμπορικών συναλλαγών στη διάρκεια του 14ου αιώνα.
Από το 15ο αιώνα στο Νέο Κόσμο που διαμορφώνεται με τις ανακαλύψεις, τα νέα κοιτάσματα και την άνθηση του εμπορίου εκδίδονται αργυρά και αργότερα χρυσά μεγάλα νομίσματα τα οποία θα κατακλύσουν τον κόσμο. Ισπανικά και αργότερα αυστροουγγρικά τάληρα θα κατακτήσουν τις αγορές και οι άλλες περιφερειακές δυνάμεις θα αναγκαστούν να προσαρμοστούν στο σύστημα του ταλήρου.
Μετά τη γαλλική επανάσταση καθιερώθηκε πρώτα στη Γαλλία και στη συνέχεια σε μεγάλο μέρος του κόσμου το δεκαδικό σύστημα. Από το 19ο αιώνα διαδίδεταιη χρήση των χαρτονομισμάτων. Σταματά η σχέση του νομίσματος με το πολύτιμο μέταλλο από το οποίο είναι κατασκευασμένο. Η κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων ήταν μέχρι πρόσφατα εξαρτημένη από την επάρκεια χρυσού. Το τέλος αυτής της αντιστοιχίας σε πολύτιμο μέταλλο, είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει η διεθνής οικονομία, και να σηματοδοτήσει την παγκόσμια κυριαρχία του άυλου χρήματος.
Πριν από το νόμισμα
Πριν από το νόμισμα, η ανταλλαγή προϊόντων, ο αντιπραγματισμός, υπήρξε η πιο διαδεδομένη πρακτική εξασφάλισης των βασικών αναγκών των ανθρώπων. Ο αντιπραγματισμός είναι πολύ παλιός και με κάποια έννοια, μερικά στοιχεία του μοιάζουν να υπάρχουν και μέσα στη φύση, στα φυτά, έντομα και ζώα όπου ανταλλάσσονται υπηρεσίες και πόροι για την εξασφάλιση της επιβίωσης των ειδών και τη διατήρηση της ισορροπίας του περιβάλλοντος.
Οι συναλλαγές σε είδος διευκόλυναν τις πρώτες κοινωνίες των ανθρώπων στην επιβίωσή τους. Γεωργικά προϊόντα διατροφής, δέρματα, ζώα, κοχύλια ήταν τα αποδεκτά μέσα συναλλαγής. Το πιο πολύτιμο ήταν το πιο σπάνιο. Ανάλογα με την αφθονία, τη χρησιμότητα και το ρόλο του κάθε προϊόντος σε κάθε κοινωνία προσδιοριζόταν και η τιμή του. Με την εγκατάσταση του ανθρώπου σε μόνιμη κατοικία, η οικονομία έγινε γεωργοκτηνοτροφική. Ως μέσο συναλλαγής χρησιμοποιήθηκαν κυρίως τα ζώα. Στην Ιλιάδα τα χάλκινα όπλα του Διομήδη αναφέρονται ως εννεάβοια (αξίζουν 9 βόδια) ενώ τα χρυσά του Γλαύκου εκατόμβοια.
Ο πλούσιος λεγόταν πολυβούτης (που διαθέτει πολλά βόδια), ο ακτήμωναβούτης. Ακόμα και σήμερα, αυτό αποτυπώνεται σε πολλές γλώσσες του κόσμου.
Λατινικά caput σημαίνει κεφαλή βοσκήματος και από κει προέρχεται ηλέξη κεφάλαιο (capital) και καπιταλισμός. Pecus σημαίνει τα θρέμματα, τα βοσκήματα και από κει προέρχεται ο όρος pecunia (περιουσία, χρήματα).
Τον τρόπο αυτών των συναλλαγών που δεν μπορούμε να τον ανιχνεύσουμε με ασφάλεια στις προϊστορικές κοινωνίες, μπορούμε να τον παρακολουθηθούμε καλύτερα σε κοινωνίες νεώτερες όπως της Αφρικής, της Ωκεανίας κ.λπ. όπου μέχρι πρόσφατα ήταν σε χρήση.
Στις σύγχρονες κοινωνίες το φαινόμενο επανεμφανίζεται, όταν διαμορφώνονται ειδικές συνθήκες, όπως στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι ανταλλαγές με τσιγάρα και λάδι. Επίσης παρουσιάζονται σε μικρή κλίμακα, ανταλλαγές αντικειμένων και αγαθών, μέσω των αγγελιών στις εφημερίδες και στο διαδίκτυο οι οποίες καθιστούν τη ζωή των πολιτών ευκολότερη.
Με την ανακάλυψη και τη διάδοση των μετάλλων, ένα νέο μέσο συναλλαγής προστέθηκε παράλληλα με τα ζώα. Η χρήση του μετάλλου στις εμπορικές συναλλαγές μαρτυρείται από τα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ. στη Μεσοποταμία.Επιγραφές αναφέρουν νόμους, πληρωμές, συμβόλαια τα οποία πραγματοποιούνταν με βάση ζυγισμένο άργυρο, μερικές φορές σε συνδυασμό με κριθάρι ή άλλα σιτηρά. Καθώς πρόκειται για τις πρώτες γραπτές πηγές που έχουμε, συνδέεται έτσι και η γραφή με την καταμέτρηση των αγαθών και των εμπορικών συναλλαγών.
Με την πάροδο του χρόνου, το μέταλλο επικράτησε στις συναλλαγές και σε άλλες περιοχές. Στην Αίγυπτο, στο τέλος της 2ης χιλιετίας αναφέρονται μέταλλα ζυγισμένα με σταθερά σταθμά για τον υπολογισμό της αξίας μιας ομάδας προϊόντων. Και εδώ ήταν δυνατόν οι πληρωμές να υπολογιστούν σε χαλκό (1 ντέμπεν =91 γρ.) και να πραγματοποιηθούν ή σε χαλκό ή σε συνδυασμό με άλλα προϊόντα.
Αν και η Αίγυπτος δε διέθετε άργυρο, ήταν δυνατόν να γίνουν αγορές και με πολύτιμα μέταλλα όπως χρυσό και άργυρο. Έχουν βρεθεί θησαυροί με ράβδους, δαχτυλίδια, σύρμα κ.λπ. από αυτά τα πολύτιμα μέταλλα.
Τα μέταλλα, άργυρος, χρυσός, αλλά και σίδηρος και χαλκός, χρησιμοποιήθηκαν σε κομμάτια ακατέργαστα, σε ράβδους, ορθογώνια σχήματα, με τη μορφή λεπτού σύρματος ή ακόμα και ολόκληρα μεταλλικά χρηστικά αντικείμενα, όπως τρίποδες, λέβητες, πελέκεις: σκεύη – νομίσματα όπως τα ονόμασε ο Γάλλος ιστορικός και νομισματολόγος Theodore Reinach.
Οι ιδιότητες του μετάλλου κάλυπταν βασικές αδυναμίες του προηγούμενου συστήματος ανταλλαγής προϊόντων. Τα μέταλλα ήταν ανθεκτικότερα, λιγότερο ογκώδη, διαιρούνταν σε κομμάτια μικρότερης αξίας, μεταφέρονταν πιο εύκολα και δεν φθείρονταν. Η αξία τους ήταν ανάλογη με το βάρος τους και υπολογιζόταν με το ζύγισμα.
Τάλαντα που βρέθηκαν στις Μυκήνες, χρησιμοποιήθηκαν κατά το 16ο - 14ο π. Χ.
Στον Ελλαδικό χώρο από τη 2η χιλιετία π.Χ. φαίνεται να χρησιμοποιούνται ως μέσο συναλλαγής τα τάλαντα, δηλαδή πλάκες μετάλλου που το σχήμα τους, για πολλούς μελετητές, αναπαράγει αυτό της τεντωμένης δοράς βοδιού και για άλλους ήταν πιο πρακτικό στη μεταφορά. Τάλαντα έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές της Μεσογειακής λεκάνης, στα νότια παράλια της Μ. Ασίας, στη Σαρδηνία, στην Κύπρο, στις Μυκήνες,στην Κύμη, στην Κρήτη και σε άλλα νησιά του Αιγαίου.
Τα πρώτα νομίσματα
Στα τέλη του 8ου και τις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα, ένα ακόμα χρηστικό αντικείμενο, ο σιδερένιος οβελός (σούβλα ψησίματος) χρησιμοποιήθηκε ως μέσο συναλλαγής. Έξι οβελοί, όσοι δηλαδή χωράει να κρατήσει η παλάμη του ανθρώπου, είχαν αξία μιας δραχμής (δράττομαι = κρατώ, δράξ = παλάμη > δραχμή).
* [Η χρήση των οβελών. Ο οβελός ως μέσο συναλλαγής, αποδίδεται από ορισμένους μελετητές στο βασιλιά του Άργους Φείδωνα. Αυτός ήταν που καθιέρωσε τη χρήση του μετάλλου ως νομίσματος με τη μορφή οβελών.
Η χρήση των οβελών ήταν ευρύτατα διαδεδομένη για πρακτικούς λόγους και γι’ αυτό επικράτησαν αμέσως και ως μέσο συναλλαγής. Ήταν ταυτόχρονα όργανα με χρήση πρακτική, αφού χρησίμευαν για το ψήσιμο των ζώων, αλλά και νομισματική, εφόσον αναπλήρωναν με επιτυχία τα προηγούμενα μέσα συναλλαγής. Το πάχος κάθε οβελού ήταν τόσο λεπτό, ώστε στο ένα του χέρι ήταν δυνατό να κρατήσει κανείς 6 οβελούς συγχρόνως. Από το «δράττω – δραξ» (= αδράχνω, πιάνω, κρατώ) προήλθε και η λέξη «δραχμή», που εξακολούθησε επί τόσους αιώνες να είναι η νομισματική μονάδα των Ελλήνων.
Στο νομισματικό μουσείο της Αθήνας φυλάσσεται το περίφημο αφιέρωμα οβελών του βασιλιά του Άργους Φείδωνα, όπως πιστεύουν ορισμένοι ερευνητές, προς τη θεά 'Ηρα. Οι οβελοί αυτοί βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των αμερικανικών ανασκαφών στο ιερό του αρχαίου Ηραίου του Άργους το 1894. Παρόμοιοι οβελοί έχουν βρεθεί και σε δυο αρχαίους τάφους μέσα στην πόλη του Άργους και φυλάσσονται στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης. Η χρήση των οβελών ως μέσων συναλλαγής συνεχίστηκε και στους επόμενους αιώνες, ενώ ο όρος δραχμή επιβίωσε ως την εποχή μας].
Ο Αριστοτέλης αναφέρει : «ότι τον καιρό του έβλεπε κανείς στον ναό της Ήρας του Άργους μετάλλινους οβελίσκους, που ο βασιλεύς Φείδων αφιέρωσε άλλοτε. Δεν ήσαν παρά δείγματα πού χρησίμευαν για την ανταλλαγή, πριν αντικατασταθούν από τα αργυρά νομίσματα, τις χελώνες. Ο Φείδων τα εκρέμασε στο τοίχωμα, σαν ιερά λείψανα, προς μαρτυρίαν σεβασμού και εθίμων».
Η επινόηση του νομίσματος ήταν θέμα χρόνου. Η εμπειρία του μετάλλου στις συναλλαγές και η τυποποίησή του σε διάφορα σχήματα οδήγησαν εύκολα στο νόμισμα. Το μικρό του μέγεθος επέτρεπε την εύκολη μεταφορά του. Σφραγισμένο από την υπεύθυνη αρχή, η αξία του ήταν συγκεκριμένη και δεν υπήρχε πια η ανάγκη του ζυγίσματος. Η γενικευμένη χρήση όμως του νομίσματος διαδόθηκε αργά.
Νόμισμα από ήλεκτρο, από τις Σάρδεις της Λυδίας, 610 π.Χ.
Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν στο βασίλειο της Λυδίας και στις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, στην Ιωνία, περιοχές αναπτυγμένες εμπορικά και οικονομικά, στα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα. Το υλικό τους ήταν ο ήλεκτρος,κράμα χρυσού και αργύρου. Το σχήμα τους ήταν ωοειδές και στη μία πλευρά είχαν ακανόνιστα βαθουλώματα.
Το «θησαυρό» που βρέθηκε στα θεμέλια του ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο το 1904/5 αποτελούσαν νομίσματα από ήλεκτρο, αλλά και κοσμήματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Ο θησαυρός περιείχε νομίσματα από πόλεις της Λυδίας αλλά και ελληνικές των παραλίων της Μικράς Ασίας. Η απόκρυψη θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε μεταξύ 600-560 π.Χ. Το εύρημα αυτό βοήθησε στη χρονολόγηση των πρώτων νομισμάτων. Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου γρήγορα έκοψαν ανάλογα νομίσματα.
Τα νομίσματα των ελληνικών πόλεων – κρατών
Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο τα νομίσματα εκδίδονταν από τις πόλεις-κράτη. Αυτές, ανεξάρτητα από την έκταση και τη δύναμή τους, είχαν αυτόνομη οικονομία και διαφορετικό νόμισμα η κάθε μία, που ξεχώριζε από τους τύπους του. Η κάθε πόλη απεικόνιζε στα νομίσματά της παραστάσεις οικείες στους πολίτες της, που προέρχονταν από την ιστορία της, τη μυθολογία της, τα χαρακτηριστικά προϊόντα της. Έκοβαν κυρίως αργυρά νομίσματα, λιγότερα χρυσά και από τον 4ο αι. π.Χ. πολλά χαλκά. Πολύ σπάνια χρησιμοποιούσαν το σίδηρο και άλλα κράματα. Η Αίγινα, η Κόρινθος και η Αθήνα έκοψαν τα πρώτα αργυρά ελληνικά νομίσματα και διέδωσαν τη χρήση του νομίσματος στον υπόλοιπο τότε γνωστό κόσμο.
Η Αίγινα πρώτη, λίγο πριν από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., εξέδωσε στατήρες με παράσταση θαλάσσιας χελώνας στην πρόσθια όψη και έγκοιλο, μοιρασμένο σε ακανόνιστα διάχωρα, στην άλλη. Τα νομίσματα* της Αίγινας -γνωστά ως χελώναι– κυκλοφόρησαν στις περισσότερες περιοχές του Ελλαδικού χώρου. Βρέθηκαν όμως και στην Περσία, την Αίγυπτο και την Κάτω Ιταλία. Η αντικατάσταση της θαλάσσιας χελώνας από τη χερσαία και η χάραξη των αρχικών της πόλης αποτελούν τα χαρακτηριστικά της αλλαγής που συντελέστηκε το 446 π.Χ., λίγο πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, και σηματοδοτεί το τέλος της κυριαρχίας της Αίγινας στη θάλασσα.
Στο Πάριο χρονικό αναφέρονται τα εξής: ΑΦ’ ΟΥΦ[ΕΙ]ΔΩΝ Ο ΑΡΓΕΙΟΣ ΕΔΗΜΕΥΣ[Ε ΤΑ] ΜΕΤ[ΡΑ ΚΑΙ ΣΤ]ΑΘΜΑ ΚΑΤΕΣΚΕΥΑΣΕ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑ ΑΡΓΥΡΟΥΝ ΕΝ ΑΙΓΙΝΗι ΕΠΟΙΗΣΕΝ, ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΩΝ ΑΦ’ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ, ΕΤΗ ΓΗΔΔΔΙ, ΒΑΣΙΛΕΥΟΝΤΟΣ ΑΘΗΝΩΝ [ΦΕΡΕΚΛ]ΕΙΟΥΣ….. = σε νέα ελληνική: Όταν ο Φείδων ο Αργείος κοινοποίησε τα μέτρα και σταθμά κατασκεύασε αργυρό νόμισμα που το έφτιαξε στην Αίγινα, έγινε 11ος από τον Ηρακλή, έτος ΓΗΔΔΔΙ = 631, όταν ο Φερέκλειος βασίλευε στην Αθήνα].
Αργυρός στατήρας Αίγινας (480 π.χ.)
Η Κόρινθος επίσης έκοψε στατήρες στα μέσα περίπου του 6ου αι. π.Χ., που αντανακλούν την εμπορική και οικονομική της ανάπτυξη. Η κυκλοφορία των πρώτων Κορινθιακών στατήρων ήταν τοπικά περιορισμένη, η ανεύρεσή τους όμως σε «θησαυρούς» στις αποικίες της στη Μεγάλη Ελλάδα δηλώνει τη μεγάλη τους διάδοση.
Αργυρό τρίδραχμον Κορίνθου, περ. 390 π.Χ.
Η νομισματική παραγωγή της Κορίνθου, ύστερα από κάμψη που σημείωσε την περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου – λόγω έλλειψης της πρώτης ύλης, του αργύρου, που προμηθευόταν από την Αθήνα – παρουσίασε θεαματική αύξηση στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. Οι τύποι των κορινθιακών νομισμάτων εμπνέονται από τη μυθολογία και την τοπική ιστορία: ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο που δάμασε ο κορίνθιος ήρωας Βελλερεφόντης με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς, αποτυπώνεται στην πρόσθια όψη τους — σ’ αυτόν αναφέρεται και η αρχαία ονομασία τους: πώλοι(πουλάρια).
Γύρω στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., καθιερώνεται η κεφαλή της Αθηνάς Χαλινίτιδος στην οπίσθια όψη. Τους ίδιους τύπους παρουσιάζουν και τα νομίσματα ορισμένων αποικιών της Κορίνθου, κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ., όπως η Λευκάδα, η Αμβρακία κ.ά.
Η Αθήνα ύστερα από τις πρώτες της νομισματικές απόπειρες, τα λεγόμενα εραλδικά νομίσματα (Wappenmunzen), από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. εγκαινίασε την έκδοση των αργυρών τετραδράχμων. Τα νομίσματα αυτά είναι τα πρώτα που εξαπλώθηκαν και διαδόθηκαν στον αρχαίο κόσμο, στον οποίο έγιναν γνωστά ως «γλαύκες», από την παράσταση της κουκουβάγιας στην οπίσθια όψη τους. Στην πρόσθια εικονίζεται η κεφαλή της θεάς Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης. Με τις παραστάσεις αυτές εκδίδονταν τα αθηναϊκά νομίσματα μέχρι τον 1οαι. π.Χ., οπότε χρονολογούνται τα τελευταία τετράδραχμα «νέας τεχνοτροπίας». Το διεθνές αυτό νόμισμα απομιμήθηκαν, λόγω της δύναμής του, στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Αραβία, τη Βαβυλωνία, την Λυκία και αλλού.
Η νομισματοκοπία των Αθηνών
Από τον 6ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. η Αθήνα έκοψε νομίσματα κυρίως σε άργυρο, αργότερα και σε χαλκό, ενώ σε δυο περιστάσεις εκτάκτου ανάγκης εξέδωσε και χρυσά νομίσματα. Το αργυρά αθηναϊκά τετράδραχμακυκλοφόρησαν από την Ιταλία έως το Αφγανιστάν και ήταν ένα από τα ισχυρότερα και μακροβιότερα νομίσματα του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Οι πρώτες νομισματικές εκδόσεις των Αθηνών, από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. κ.ε., απεικονίζουν διάφορα θέματα, όπως γλαύκα, ίππο, ταυροκεφαλή, τροχό, γοργόνειο κ.ά. Τα νομίσματα αυτά ονομάστηκαν «εραλδικά» (Wappenmunzen) καθώς παλαιότεροι μελετητές θεώρησαν ότι έφεραν εμβλήματα αριστοκρατικών οικογενειών της Αθήνας. Πιθανότερο είναι όμως η θεματολογία να σχετίζεται με θρησκευτικές και αθλητικές δραστηριότητες όπως οι γιορτές των Παναθηναίων.
Αργυρό τετράδραχμον Αθηνών (440 - 420 π.χ.)
Με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας παγιώθηκαν οι παραστάσεις των αθηναϊκών νομισμάτων. Για τους επόμενους πέντε αιώνες η πλειονότητα των αττικών κοπών φέρει την κεφαλή της θεάς Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης, και στην άλλη όψη τη γλαύκα, το ιερό σύμβολο της θεάς, με την επιγραφή ΑΘΕ, τα αρχικά γράμματα της λέξης Αθηναίων. Από επιγραφές και πηγές σώζονται αποσπασματικές πληροφορίες για τιμές και μισθούς στην αρχαία Αθήνα.
Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ένας ξυλουργός ή λιθοτεχνίτης έπαιρνε για εργασία στο Ερέχθειο μία αργυρή δραχμή την ημέρα. Την ίδια εποχή το ημερομίσθιο ενός στρατιώτη ή ναύτη κυμαινόταν από τρεις οβολούς έως έξι οβολούς (που ισούνταν με μία δραχμή). Αργότερα, λίγο πριν από το 330 π.Χ. ένας αττικός μέδιμνος σιταριού (δηλ. περίπου52,18 λίτρα ή40,38 κιλά) στην Αθήνα κόστιζε πέντε δραχμές.
Η εκμετάλλευση των αργυροφόρων κοιτασμάτων των μεταλλείων του Λαυρίου στην Αττική θα δώσει σημαντικό πλεονέκτημα στην Αθήνα για να προωθήσει τη νομισματική της παραγωγή. Τα αργυρά αθηναϊκά τετράδραχμα θα κυκλοφορήσουν ευρύτατα στον κλασικό κόσμο και θα γνωρίσουν λόγω της αποδοχής τους πολλές απομιμήσεις, ιδίως στο χώρο της Ανατολής τον 4ο αιώνα π.Χ. (Λυκία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος κ.ά.). Η τύχη της πόλης συχνά αντικατοπτρίζεται στα νομίσματά της, με χαρακτηριστική περίπτωση αυτή της έκδοσης κερμάτων με αργυρό περίβλημα και χάλκινο πυρήνα. Πρόκειται για τα πονηρά χαλκία που αναφέρει ο Αριστοφάνης και τα οποία συνιστούν μια κοπή εκτάκτου ανάγκης στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου (406/5 π.Χ.).
Σε άλλη περίσταση πάλι, γύρω στο 295 π.Χ., ο τύραννος Λαχάρης θα αναγκαστεί μέσα στην πολιορκημένη πόλη να απογυμνώσει το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς και να προβεί στην κοπή χρυσών νομισμάτων, για την πληρωμή μισθοφόρων. Το 2ο αιώνα π.Χ. το αθηναϊκό νόμισμα θα γνωρίσει μία δεύτερη ακμή με μια νέα σειρά αργυρών νομισμάτων πρόκειται για τα λεγόμενα τετράδραχμα «Νέας Τεχνοτροπίας». Τα συγκεκριμένα νομίσματα παρουσιάζουν τη γλαύκα πάνω σε αμφορέα, ενώ την όλη παράσταση περιβάλλει στεφάνι ελιάς — στοιχείο που έδωσε και τη χαρακτηριστική ονομασία στεφανηφόρα που απαντά σε πλήθος επιγραφών.
Με την παραχώρηση της Δήλου από τους Ρωμαίους το 166 π.Χ. η Αθήνα θα αποκτήσει ένα σημαντικό λιμάνι, το οποίο θα της επιτρέψει να διαδώσει πάλι τη νομισματοκοπία της και να εξυπηρετήσει τόσο τα δικά της όσο και τα ρωμαϊκά συμφέροντα. Η αθηναϊκή νομισματική παραγωγή παρουσιάζει ποικιλία υποδιαιρέσεων όπως τετράδραχμα, δραχμές, τριώβολα, οβολούς, ημιωβόλια κ.λπ., γεγονός που δείχνει την προσπάθεια εκχρηματισμού της αττικής κοινωνίας και στις καθημερινές συναλλαγές. Στο πνεύμα των καιρών, ανάλογη πρακτική συνιστά και η κοπή χάλκινων νομισμάτων, από τον 4ο αιώνα π.Χ. κ.ε., με πληθώρα νέων εικονογραφικών τύπων.
Δεκάδραχμον Αθηνών
Το αθηναϊκό δεκάδραχμο είναι από τα σπανιότερα νομίσματα του αρχαίου κόσμου. Τα βαριά αυτά νομίσματα ζύγιζαν περίπου 43 γραμμάρια και ισοδυναμούσαν με 10 αθηναϊκές δραχμές. Ξεχωρίζουν από τη χαρακτηριστική πίσω πλευρά τους όπου η γλαύκα εικονίζεται μετωπική. Η Αθήνα σε μια μόνο περίσταση προχώρησε στην έκδοση δεκαδράχμων. Τα νομίσματα αυτά είχαν συνδεθεί αρχικά από τους μελετητές με την ανακάλυψη μιας νέας φλέβας αργύρου στο Λαύριο (483 π.Χ.) ή με τους Περσικούς Πολέμους ως επινίκια κοπή(479 π.Χ.). Η νεώτερη έρευνα κατέδειξε ότι τα δεκάδραχμα συνιστούν σειρά ενταγμένη στην αθηναϊκή νομισματική παραγωγή και η οποία πρέπει να χρονολογηθεί υστερότερα.
Η κοπή πιθανότατα εκδόθηκε μετά από τη μεγάλη νίκη του Κίμωνα στον Ευρυμέδοντα Ποταμό (466 π.Χ.) και εκτός από μάλλον αναμνηστικό χαρακτήρα είχε και κάποια διάρκεια στον χρόνο. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια υπήρχαν μόλις ένδεκα αθηναϊκά δεκάδραχμα· ακόμη και σήμερα η σπανιότητα των συγκεκριμένων νομισμάτων παραμένει μεγάλη καθώς τα γνωστά τεμάχια είναι γύρω στα σαράντα. Το 1999 με την ευγενική χορηγία ενός ανώνυμου δωρητή το Νομισματικό Μουσείο κατόρθωσε να αποκτήσει ένα σπανιότατο λαμπρό δείγμα της αθηναϊκής νομισματοκοπίας. Πέραν της αίσιας επιστροφής του στην εκδότρια πόλη —και έδρα του Μουσείου ταυτοχρόνως— το πολύτιμο απόκτημα έχει επιπλέον ιδιάζουσα σημασία, καθώς η πίσω πλευρά του με τη γλαύκα αποτέλεσε από τις αρχές του 20ού αιώνα πηγή έμπνευσης για το έμβλημα του Νομισματικού Μουσείου.