Ο Διάβολος δεν είναι εύκολο να ξεριζωθεί από τη φαντασία, αλλά και τη συνείδηση των ανθρώπων, μιας και η παγκόσμια παράδοση τόσων αιώνων του έχει στήσει έναν επιβλητικότατο θρόνο.
Τη δεκαετία του 1930, οι ξένες εφημερίδες έγραφαν ότι ένας δικηγόρος στη Γαλλία, ονόματι Μορίς Γκαρσόν, είχε συλληφθεί, επειδή ήταν αρχηγός μιας αίρεσης, της οποίας οι οπαδοί, αν και ανήκαν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της χώρας, πίστευαν στον Σατανά και δέονταν στο όνομά του, έκαναν μάγια, τελούσαν εξορκισμούς και «Μαύρες Λειτουργίες», κατά τις οποίες, μάλιστα, θυσίαζαν μέχρι και ζώα στον Βεελζεβούλ.
Η πίστη αυτή υπήρχε σε όλους τους αρχαίους λαούς, στους Αιγύπτιους, τους Πέρσες, τους Ινδούς και στους Εβραίους, από τους οποίους κάποτε πέρασε και στον Χριστιανισμό. Καθένας, δε, από τους λαούς αυτούς φανταζόταν τον Διάβολο με διαφορετικό τρόπο.
Έτσι, κατά τον Μεσαίωνα, ο Διάβολος απεικονιζόταν με μορφή όχι ανθρώπου, αλλά ζώου και μάλιστα, ζώου από εκείνα που η Παλαιά Διαθήκη θεωρούσε ακάθαρτα. Για παράδειγμα, δεν μπορούσε ποτέ να παρουσιαστεί ο Σατανάς στους ευσεβείς Χριστιανούς με τη μορφή αρνιού ή περιστεριού, αλλά εμφανιζόταν ως μαύρος σκύλος, ως γάτα, ως γουρούνι κτλ.
Στην «Αποκάλυψη», ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας τον παρουσιάζει ως δράκοντα με πολλά κεφάλια και με ουρά σκορπιού, ο οποίος προσπαθούσε να τρομοκρατήσει τους Αγίους ασκητές.
Άλλοι, πάλι, Χριστιανοί συγγραφείς τον περιέγραφαν να έχει τη μορφή λιονταριού, που εξαπολύει κατά των δύστυχων ευλαβών… τάγματα κορέων και ψειρών, των οποίων ήταν ο απόλυτος αφέντης και κύριος.
Οι περισσότεροι, άλλωστε, από τους ζωγράφους του Μεσαίωνα ζωγράφιζαν τον Διάβολο με ανθρώπινη μορφή, αλλά για να τον κάνουν να ξεχωρίσει από την «εικόνα και ομοίωση του Θεού», του πρόσθεταν μερικά διακριτικά χαρακτηριστικά, όπως πόδια τράγου ή οπλές αλόγου, κέρατα, γαμψά νύχια άγριου θηρίου και τερατώδη όψη. Σε μερικές εικόνες, ο Διάβολος παριστάνεται με το πρόσωπο στο πίσω ή σε άλλος μέρος του σώματός του ή με γυναικεία και αντρική μορφή συγχρόνως.
Με αυτόν τον τρόπο παριστάνονται συνήθως οι Διάβολοι σε όλες τις Γοτθικές Εκκλησίες και ιδίως, στα γλυπτά που στολίζουν τις προσόψεις τους. Η θέα μόνο των πέτρινων αυτών τεράτων ήταν αρκετή για να αποτρέψει τους αφελείς πιστούς της εποχής εκείνης από κάθε μιαρή και βέβηλη πράξη.
Πολλές φόρες, όμως, οι ζωγράφοι απεικόνιζαν τον Διάβολο με εντελώς κωμική έκφραση. Τον παρίσταναν πότε ως νάνο, πότε λεπτό και αδύνατο σαν καλάμι και πότε χοντρό και κοιλαρά σαν πελώριο βαρέλι. Με τη γελοία αυτή μορφή παρουσιαζόταν και στα «Μυστήρια» του Μεσαίωνα.
Μολαταύτα, κατά την Αναγέννηση, η τέχνη θέλησε να εξωραΐσει και να εξυψώσει το Πνεύμα του Πονηρού. Ο Άρχων του Κακού, ο οποίος απέδειξε τη δύναμή του, όταν προσπάθησε να βάλει και τον ίδιο τον Ιησού σε πειρασμό, ο Έκπτωτος Άγγελος, ο επαναστάτης Εωσφόρος, μας παρουσιάζεται από τον Δάντη στην περίφημη «Κόλασή» του με εκθαμβωτικό μεγαλείο. Επίσης, στον θαυμάσιο πίνακα του Μιχαήλ Άγγελου «Δευτέρα Παρουσία» και την «Πτώση των Επαναστατημένων Αγγέλων » του Ρούμπενς, ο Σατανάς έχει πράγματι περίλαμπρη μορφή.
Κατά την Αναγέννηση, ο Διάβολος παύει πια να είναι το αποκρουστικό βδέλυγμα του Μεσαίωνα. Οι ζωγράφοι τον απεικονίζουν, μεν, κατάμαυρο σαν την πίσσα, με βλοσυρό παρουσιαστικό, με πρόσωπο και στήθος γυναικείο και σώμα φιδιού, αλλά πάντα του προσέδιδαν μια μεγαλοπρεπή και υπερφυσική έκφραση.
Κατά την εποχή των θρησκευτικών πολέμων, τότε δηλαδή που πρωτοφανερώθηκε ο Προτεσταντισμός, η πίστη στον Διάβολο και στις δυνάμεις της Κολάσεως έφτασε στο απόγειό της. Ξαφνικά, ο κόσμος όλος γέμισε από Διαβόλους και Δαίμονες και οι ιερείς δεν έκαναν τίποτε άλλο απ’ το να μιλούν για τον Σατανά και για τις αναρίθμητες μηχανορραφίες που χρησιμοποιούσε, προκειμένου να βάλει τους πιστούς σε πειρασμό, ώστε να τους παγιδέψει στα αιώνια καμίνια της Κόλασης.
Έτσι, οι αδαείς άνθρωποι, κατάφωρα επηρεασμένοι, νόμιζαν πως τον έβλεπαν σε κάθε ρακένδυτη γριά, σε κάθε ζητιάνο, σε κάθε άνθρωπο με κουκούλα στο κεφάλι, σε κάθε σκιά, σε κάθε ανήλιαγη γωνιά… Η Ιερά Εξέταση βρισκόταν στο αποκορύφωμά της, σε όλη της τη δόξα. Οι δίκες για την άσκηση μαγείας ήταν στην ημερησία διάταξη και τα βασανιστήρια εναντίον των συνεργών του Σατανά είχαν παγιωθεί και αποτελέσει σταθερή ρουτίνα.
Με τον καιρό, ο λαός απέδωσε στην επήρεια του Διαβόλου όλα τα ελαττώματα, απ’ τα οποία ήταν κυριευμένοι οι άρχοντες της εποχής. Ποιος άλλος, φυσικά, εκτός από τον Εξαποδώ τον ίδιο, μπορούσε να κάνει τους άρχοντες να έχουν τόσο φριχτά ελαττώματα, να εθίζονται στη φιλοχρηματία, να βασανίζουν τον δύσμοιρο λαό και να ξελογιάζουν τα ηθικά κορίτσια; Μόνο ο Σατανάς είχε συμφέρον να καλλιεργήσει τέτοιες ελεεινές επιθυμίες στις ψυχές των ανήμπορων ανθρώπων, οι οποίοι είχαν ταχθεί από τον Θεό ως άρχοντες και προστάτες των αδυνάτων!
Τέτοιος, άλλωστε, ήταν και ο Μεφιστοφελής στον «Φάουστ» του Γκαίτε. Για να κολάσει μια χριστιανική ψυχή, δεν είχε ανάγκη να παρουσιαστεί με τερατώδη μορφή. Αντιθέτως, εμφανίστηκε ως ένας τέλειος ιππότης, ως ένας καθωσπρέπει άρχοντας, γεμάτος κυνισμό και ειρωνεία, που εξαιρετικά περίτεχνα έριχνε στην αμαρτία τους ανίδεους και ευάλωτους θνητούς.
Εν τούτοις, κατά τον 19ο αιώνα, η ιστορία του Διαβόλου πέρασε πια στη φιλολογία και με την πνευματική ανύψωση του ανθρώπου, η Κόλαση έπαψε πλέον να αποτελεί το βαναυσότερο φόβητρο των ανθρώπων.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 09/04/1931…