Η δημοφιλής εταιρία Apple, κατάφερε με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ το οποίο απέρριψε την απόφαση της Κομισιόν του 2016 να πληρώσει η εταιρεία παρελθόντες φόρους ύψους 13 δισ. ευρώ στην Ιρλανδία, να βγει «νικήτρια».
Συγκεκριμένα, πρόκειται για σημαντική ήττα της Κομισιόν στην προσπάθεια να ανακόψει διμερείς συμφωνίες χωρών της ΕΕ με εταιρείες για προνομιακή φορολόγηση, καθώς και στη γενικότερη προσπάθεια κατά της φοροαποφυγής.
Πρόκειται επίσης για προσωπικό πλήγμα κατά της επιτρόπου Ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βεστάγκερ η οποία έχει ηγηθεί της προσπάθειας αυτής. Κατά της πληρωμής φόρων παλαιότερων ετών ύψους 13 δισ. ευρώ είχαν ταχθεί τόσο η Apple όσο και η Ιρλανδία.
Το δεύτερο μεγαλύτερο δικαστήριο της ΕΕ έκρινε πως η Κομισιόν δεν κατάφερε να αποδείξει ότι η φορολογική συμφωνία της Ιρλανδίας και της Apple παρέβη την ευρωπαϊκή νομοθεσία περί κρατικής βοήθειας ή ότι παρείχε στην εταιρεία άδικο πλεονέκτημα απέναντι σε ανταγωνιστές της.
Η Κομισιόν έχει δύο μήνες προθεσμία για να υποβάλει έφεση και να πάει η υπόθεση στο ανώτατο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Ωστόσο η χθεσινή ετυμηγορία αποτελεί σε κάθε περίπτωση μεγάλο πλήγμα για την Κομισιόν και μειώνει τις πιθανότητες να ξεκινήσουν από την ΕΕ νομικές διαδικασίες κατά άλλων πολυεθνικών που έχουν προχωρήσει σε συμφωνίες χαμηλής φορολογίας με ευρωπαϊκές χώρες.
Σε δήλωσή της μετά την απόφαση του δικαστηρίου η Βεστάγκερ ανέφερε ότι η Επιτροπή θα μελετήσει προσεκτικά την απόφαση και θα σκεφτεί πιθανά επόμενα βήματα. «Η Επιτροπή θα συνεχίσει να εξετάζει επιθετικά μέτρα φορολογικού προγραμματισμού βάσει των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις για να εκτιμήσει εάν οδηγούν σε παράνομη κρατική ενίσχυση» ανέφερε ακόμα η ίδια.
Η Apple από την πλευρά της ανακοίνωσε: «Αυτή η υπόθεση δεν αφορούσε τον φόρο που πληρώνουμε, αλλά το πού απαιτείται να τον πληρώσουμε». Ο επικεφαλής της Apple Τιμ Κουκ είχε χαρακτηρίσει στο παρελθόν όλη την υπόθεση πολιτική και όχι οικονομική. Ο Κουκ παλαιότερα είχε κληθεί να καταθέσει για τις φορολογικές πρακτικές της εταιρείας και σε επιτροπή του αμερικανικού Κογκρέσου.
Το υπουργείο Οικονομικών της Ιρλανδίας ανακοίνωσε μετά τη δικαστική απόφαση πως η χώρα «ήταν πάντα ξεκάθαρη ότι δεν υπήρχε ειδική μεταχείριση» στις δύο θυγατρικές της Apple που εδρεύουν εκεί. Τα 13 δισ. ευρώ θα έκλειναν πάρα πολλές τρύπες στα δημόσια οικονομικά της Ιρλανδίας. Ωστόσο το Δουβλίνο άσκησε ένσταση κατά της εντολής της Επιτροπής παράλληλα με την Apple, επειδή ήθελε να προστατεύσει το καθεστώς χαμηλής φορολογίας που έχει προσελκύσει 250.000 υπαλλήλους πολυεθνικών στο έδαφός της.
Η απόφαση της Βεστάγκερ να κληθεί να πληρώσει η εταιρεία φόρους για παλαιότερα έτη ελήφθη έπειτα από μακρά ειδική έρευνα, από την οποία η Κομισιόν συμπέρανε πως η Ιρλανδία είχε κάνει ευνοϊκή συμφωνία με την Apple για περισσότερα από δέκα χρόνια. Αυτό το αρνούνταν πάντα τόσο το Δουβλίνο όσο και η εταιρεία. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού της ΕΕ υποστήριξε ότι η Ιρλανδία έδωσε στην Apple προνομιακή φορολογική μεταχείριση που δεν ήταν διαθέσιμη σε άλλες εταιρείες, ώστε ο τεχνολογικός γίγαντας να πληρώνει ουσιαστικά στη χώρα φόρους κάτω από 1%. Ο Apple είχε αρνηθεί όλες τις κατηγορίες. Η συγκεκριμένη συμφωνία για τη φορολογία της εταιρείας που οδήγησε σε τόσο μεγάλη κόντρα τις δύο πλευρές δεν βρίσκεται πια σε ισχύ.
Η ήττα για τη Βεστάγκερ θα μπορούσε να αποδυναμώσει ή να καθυστερήσει υπό εξέταση υποθέσεις για συμφωνία της Ikea και της Nike με την Ολλανδία, καθώς και τη συμφωνία της εταιρείας Huhtamaki με το Λουξεμβούργο. Πέρυσι το ίδιο δικαστήριο είχε ακυρώσει αίτημα της ΕΕ να πληρώσει η Starbucks έως και 30 εκατ. ευρώ σε φόρους στην Ολλανδία.