Στη δεκαετία του 1960 η πτήση μεταξύ της Νέας Υόρκης και του Λος Άντζελες διαρκούσε περίπου 5 ώρες ενώ η πτήση από τη Νέα Υόρκη στην Ουάσινγκτον μόλις 45 λεπτά.
Σήμερα, αυτές οι πτήσεις διαρκούν πλέον 6 ώρες και 75 λεπτά αντίστοιχα, χωρίς να έχει αλλάξει η τοποθεσία των αεροδρομίων. Πρόκειται για μια τακτική την οποία έχουν υιοθετήσει οι αεροπορικές εταιρείες. Επειδή οι συγκεκριμένες πτήσεις καθυστερούσαν – αλλά και άλλες πτήσεις μεταξύ διαφορετικών προορισμών – οι αεροπορικές εταιρείες έχουν συμπεριλάβει και ενσωματώσει τις καθυστερήσεις στο πρόγραμμα των πτήσεών τους, αντί να βελτιώσουν το χρονοδιάγραμμα και τη διάρκεια των πτήσεων.
Πόσες φορές δεν έχει καθυστερήσει η αναχώρηση μιας πτήσης αλλά η άφιξη γίνεται στην ώρα της; Αυτή τη διαδικασία ακολουθούν επομένως οι αεροπορικές εταιρείες ώστε ακόμα κι αν δε φύγει η πτήση στην ώρα της να φτάσει εγκαίρως και να… αφήσει έκπληκτους τους επιβάτες.
Ωστόσο, αυτή η παγκόσμια τάση δημιουργεί προβλήματα, όχι μόνο γιατί το ταξίδι διαρκεί περισσότερο, αλλά και γιατί δημιουργείται η ψευδαίσθηση της ακρίβειας που σημαίνει ότι δεν υπάρχει πίεση στις αεροπορικές εταιρείες να γίνουν πιο αποτελεσματικές.
Οι μεγαλύτερες σε διάρκεια πτήσεις επιβαρύνουν επίσης και το περιβάλλον καθώς οι εκπομπές καυσίμων αλλά και θορύβου αυξάνονται σημαντικά.