Πρόκειται για μια πολύ απόκρημνη περιοχή σαν πλαγιά με πολύ άγρια και πλούσια ομορφιά. Ομως, λέγεται Διαβολογέφυρο.
Πως μπορεί να λέγεται έτσι ενώ από κοντά να φαντάζει κάτι σαν επίγειος παράδεισος; Kι όμως μια επίσκεψη σε αυτό το μέρος της Τροιζηνίας θα σε αποζημιώσει.
Οταν σκαρφαλώνεις τους βράχους και τους καταρράκτες του, νομίζεις πως στην καλύτερη περίπτωση θα δεις νεράιδες ή και τον Πάνα να σου χαμογελά σαρδόνια από ψηλά καθώς σου παίζει φλογέρα.
Θα φθάσεις εκεί μέσω της Τροιζήνας. Ο δρόμος είναι δύσβατος, γεμάτος στροφές και χαντάκια, από τα νερά της βροχής του χειμώνα κάτι που σε δυσκολεύει στην αρχή για να σε αποζημιώσει στη συνέχεια. Ακολουθώντας τους σωστούς δείκτες θα φθάσεις στο σημείο που πρέπει να αφήσεις το μεταφορικό σου μέσο για να συνεχίσεις την περιπέτεια με τα πόδια.
Είσαι μέσα στα πλατάνια, ακούς τη ροή των υδάτων αλλά θα πρέπει να βρεις το μονοπάτι το σωστό που θα σε βγάλει στη μικρή γέφυρα. Οταν μπροστά σου βρεις να βρεις τις πατημασιές του Πάνα... είσαι στο «Διαβολογέφυρο».
Στις πέτρες του γεφυριού, υπάρχουν ακόμη τα ίχνη από πατημασιές κατσίκας, πατημασιές του διαβόλου, σε ένα μέρος σπάνιας ομορφιάς. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που ονομάστηκε έτσι. Το φαράγγι είναι περπατητό, είναι καταπράσινο, χωρίς ίχνος πολιτισμού και περιλαμβάνει πολλές κολύμπες, τσουλήθρες και άφθονο νερό.
Ο θρύλος λοιπόν αναφέρει ότι επί Τουρκοκρατίας, ο πασάς της περιοχής διέταξε φημισμένο πρωτομάστορα να κατασκευάσει γέφυρα σε μια πολύ απόκρημνη τοποθεσία, στο μεγάλο ποτάμι του Δαμαλά, το Χρυσορρόα, αλλιώς θα του έπαιρνε το κεφάλι.
Η δυσκολία βρισκόταν στο γεγονός ότι στο σημείο εκείνο οι δυο βράχοι που θα μπορούσε να στηριχτεί η γέφυρα ήταν πολύ μακριά ο ένας από τον άλλο. Ο γεφυροποιός προσπάθησε δυο φορές να στηρίξει την γέφυρα, αλλά δεν το κατόρθωσε. Ενώ ετοιμαζόταν για την τρίτη προσπάθεια -αν αποτύγχανε θα αποκεφαλιζόταν- εμφανίστηκε ο Διάβολος , ο οποίος του υποσχέθηκε να τον βοηθήσει με αντάλλαγμα την ψυχή του.
Εκείνος δέχτηκε και μέσα σε μια νύχτα κατασκευάστηκε η γέφυρα. Το ίδιο βράδυ ο διάβολος δώρισε στον πρωτομάστορα ένα πιθάρι χρυσά φλουριά. Ο γεφυροποιός έγινε πάμπλουτος, αλλά δεν πρόλαβε να χαρεί τα πλούτη του πέρα από έξι χρόνια.
Μια μέρα ενώ διέσχιζε τη γέφυρα, για να επισκεφθεί το σημείο που είχε κρυμμένο το θησαυρό του, σηκώθηκε άγριος άνεμος, τον πήρε και τον εξαφάνισε ενώ την ίδια στιγμή κεραυνός έκαψε το σπίτι και την οικογένεια του.
«Μου βγήκε η ψυχή σαν να φροντίζει ο Διάβολος να μην το βρω, αλλά όταν έφθασα νόμιζα πως κάπως έτσι πρέπει να είναι στον Παράδεισο», είχε αναφέρει ταξιδιώτης παλαιότερα και το λένε οι ντόπιοι για να ενθαρρύνουν τις προσπάθειες εκείνων που το αναζητούν...