«Η τρομοκρατική επίθεση στην Κωνσταντινούπολη δείχνει γι’ άλλη μια φορά πόσο διχασμένη είναι η Τουρκία. Στην Ε.Ε. εντείνεται η ανησυχία ότι η χώρα θα απομακρυνθεί απ’ τη συμμαχία με τη Δύση και θα προτιμήσει αντ’ αυτής τον Βλαντιμίρ Πούτιν», σχολιάζει το έγκυρο γερμανικό περιοδικό Spiegel.
H Tουρκία έχει κολλήσει στη λάσπη του συριακού εμφυλίου πολέμου, στις νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας οι συγκρούσεις με τους Κούρδους μαίνονται, η κατάσταση της οικονομίας της είναι απογοητευτική και μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα η κυβέρνηση έχει εξαπολύσει πογκρόμ σ’ όσους θεωρεί εχθρούς της. Η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή, όπως φάνηκε κι απ’ το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του Ταγίπ Ερντογάν, που είπε ότι η Τουρκία διεξάγει «έναν νέο πόλεμο ανεξαρτησίας». Η εθνική και εδαφική συνοχή, οι θεσμοί, η οικονομία, η εξωτερική πολιτική, «εν συντομία όλα εκείνα τα στοιχεία που μας στηρίζουν ως κράτος», δέχθηκαν επίθεση, είπε ο τούρκος πρόεδρος.
Λίγες ώρες αργότερα ένας ισλαμιστής εξτρεμιστής σκότωσε σε νυχτερινό κέντρο της Κωνσταντινούπολης 39 ανθρώπους. Οι εντάσεις στην Τουρκία δεν θα μπορούσαν να κορυφωθούν περισσότερο κι η αποξένωση της χώρας απ’ τη Δύση κινδυνεύει να επιταχυνθεί.
Η επίθεση έχει ως στόχο της μια απ’ τις μεγάλες διαχωριστικές γραμμές στην Τουρκία, τη σχέση μεταξύ κοσμικών και θρησκευτικών δυνάμεων. Το nightclub Reina είναι ένα απ’ τα γνωστότερα στέκια αλλοδαπών και κοσμικών Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά γεμάτος συμβολισμό ήταν κι ο χρόνος του τρομοκρατικού χτυπήματος: Πρωτοχρονιά, η κορύφωση των δυτικών εορταστικών εκδηλώσεων.
Επί εβδομάδες τα θρησκευτικά ΜΜΕ στην Τουρκία έφτιαχναν κλίμα κατά του εορτασμού των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς κι η κυβέρνηση όχι απλώς παρακολουθούσε αμέτχοη, αλλά η κρατική Υπηρεσία Θρησκευτικών Υποθέσεων χαρακτήρισε τις εορταστικές εκδηλώσεις για το νέο έτος «ασύμβατες» με την τουρκική και την ισλαμική κουλτούρα. «Η σχέση μεταξύ της κοσμικής μερίδας του τουρκικού λαού και της κυβέρνησης ήταν από καιρό τεταμένη. Και τώρα κινδυνεύει να χειτορέψει», λέει ο Ιωάννης Γρηγοριάδης του γερμανικού think tank Stiftung Wissenschaft und Politik (SWP).
Εκ νέου κριτική απ’ την Ε.Ε.
Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου οι αρχές συνέλαβαν κάπου 40.000 άτομα. Δεκάδες χιλιάδες υπάλληλοι απομακρύνθηκαν απ’ τα καθήκοντά τους, ενώ έκλεισαν επικριτικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ. Αλλά για τα ισλαμικά media και τους ισλαμικούς συλλόγους δεν υπάρχουν περιορισμοί. Ο Ερντογάν προσπαθεί να ενώσει τις ισλαμικές δυνάμεις στη μάχη κατά του κινήματος του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο θεωρεί ενορχηστρωτή της απόπειρας ανατροπής του.
Σ’ αυτό το σκηνικό έρχονται να προστεθούν και οι εντάσεις με τους Κούρδους στη νοτιοανατολική Τουρκία, μια σύγκρουση που κλιμακώνεται απ’ το 2015 και τροφοδοτείται κι απ’ τα τεκταινόμενα στο Ιράκ και τη Συρί8α. Στη νοτιοανατολική Τουρκία έχουν σκοτωθεί πολλοί άμαχοι στις επιθέσεις του στρατού, ενώ Κούρδοι πολιτικοί κατέληξαν πίσω απ’ τα σίδερα της φυλακής στην Άγκυρα. Στην Ουάσιγκτον απ’ την άλλη οι κινήσεις της Άγκυρας δέχονται κριτική, αφού το κουρδικό PKK και το συριακό παρακλάδι του, οι μονάδες πολιτοφυλακής YPG είναι σύμμαχοι στη μάχη κατά του αυτόκλητου «Ισλαμικού Κράτους».
Αλλά και στην Ε.Ε. τηρούν επικριτική στάση, αναγνωρίζοντας φυσικά στην Άγκυρα το δικαίωμα «να προστατέψει τον λαό απ’ την τρομοκρατία, αλλά προφανώς αυτό δεν επιτυγχάνεται βάζοντας δεκάδες χιλιάδες στη φυλακή ή καθιστώντας τους άνεργους», όπως λέει ο γερμανός σοσιαλδημοκράτης ευρωβουλευτής Κνουτ Φλέκενσταϊν. Απ’ την άλλη ο Ερντογάν κατηγορεί την Ε.Ε. ότι παρέχει «ασφαλές καταφύγιο» σε τρομοκράτες του PKK.
Η Τουρκία κινδυνεύει να ολισθήσει προς ανατολάς
Έχουν παρέλθει προ πολλού οι εποχές που η Τουρκία φαινόταν να κινείται στην τροχία της ένταξής της ως πλήρους μέλους στην Ε.Ε. Μπορεί, βέβαια, να συνεχίζονται οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις, αλλά ουδείς σχεδόν πιστεύει ότι θα υπάρξει πραγματική πρόοδος από τη στιγμή που ο Ερντογάν κινείται προς την κατεύθυνση μιας δικτατορίας. Η Τουρκία που ο Κεμάλ Ατατούρκ έθεσε κάποτε σε δυτική τροχιά δεν έφθασε ποτέ στη Δύση, ούτε οικονομικά, αλλ’ ούτε και κοινωνικά. Και στη Δύση εντείνεται ο φόβος ποια κατεύθυνση θα αναζητήσει τώρα η Άγκυρα.
Η πλέον προφανής είναι η Ρωσία. Τα πρώτα του ταξίδια στο εξωτερικό μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα ο Ερντογάν τα έκανε στη Ρωσία. Και μάλιστα διαπραγματεύτηκε -προκαλώντας δυσφορία στους νατοϊκούς εταίρους- την προμήθεια αντιπυραυλικού συστήματος. Το Νοέμβριο ο Ερντογάν είπε ότι δεν θέλει να μπει στην Ε.Ε. «πάση θυσία». Κι όπως τόνισε στην εφημερίδα “Hürriyet”, η Τουρκία θα ένιωθε πολύ πιο ελεύθερη στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης -στη Δύση τη θεωρούν μια συμμαχία χωρών της κεντρικής Ασίας που κυβερνώνται με αυταρχικό τρόπο-. Τόνισε μάλιστα ότι έχει μιλήσει για το θέμα αυτό με τον Πούτιν.
Αναλυτές, βέβαια, θεωρούν ότι ο Ερντογάν δεν μπορεί να διακινδυνεύσει μια ρήξη με την Ε.Ε. για οικονομικούς λόγους. 46% των εισαγωγών προέρχονται απ’ την Ε.Ε., όπου κατευθύνεται και το ήμισυ των τουρκικών εξαγωγών. Ενώ η κατάρρευση της τουριστικής βιομηχανίας καθιστά τη σχέση αυτή ακόμη πιο σημαντική.
Αλλά τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά όσον αφορά στα ζητήματα πολιτικής ασφάλειας. Ο Πούτιν δεν αποκλείεται να προσπαθήσει να απομακρύνει την Τουρκία απ’ το ΝΑΤΟ «αν δεν συμπεριφερθούμε με ειλικρίνεια στην Άγκυρα», λέει ο Φλέκενσταϊν. «Φυσικά δεν μπορούμε αυτή τη στιγμή να κάνουμε πραγματικές ενταξιακές διαπραγματεύσεις, αλλά πρέπει να κρατήσουμε ζωντανό το διάλογο και να βρούμε μαζί λύσεις». Κι ένα απ’ τα θέματα πρέπει να είναι ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας.
Ανάλογη είναι και η άποψη του χριστιανοδημοκράτη επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της ευρωβουλής, Έλμαρ Μπροκ. Η απειλή της τρομοκρατίας μπορεί να φέρει κοντά την Ε.Ε, με την Τουρκία. Φυσικά η Άγκυρα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει αυτή την απειλή για να πολεμήσει την εσωτερική αντιπολίτευση. «Δεν υπάρχουν μόνον δημοκράτες στην περιοχή, αλλά παρ’ ολα αυτά συνεργαζόμαστε μαζί τους στον πόλεμο κατά τρομοκρατών.»