Για εκατοντάδες χρόνια ένα νησί ζούσε από τις βουτιές που κάνανε οι δύτες για να βγάλουν, να επεξεργαστούν και να εμπορευθούν σφουγγάρια. Και αν νομίζετε ότι είναι η Κάλυμνος τότε κάνετε ένα λάθος καθώς οι πρώτοι Έλληνες που ασχολήθηκαν με τη σπογγαλιεία ήταν οι κάτοικοι της Σύμης.
Μάλιστα λέγεται ότι αυτοί έμαθαν στους υπόλοιπους νησιώτες την αλιεία και την επεξεργασία των σφουγγαριών και ήταν τόσο διάσημοι για την σπογγαλιεία ώστε οι ξένοι επισκέπτες κατά τον μεσαίωνα να πίστευαν ότι μόνο στο βυθό γύρω από τη Σύμη φυτρώνουν τα σφουγγάρια.
Το σφουγγάρι έφερνε πλούτο στη Σύμη αλλά και τα άλλα νησιά. Έτσι το 1865 η Σύμη είχε έσοδα 21.186 στερλίνες, η Κάλυμνος 16.949 και η Χάλκη 5.000 περίπου μόνο από την σπογγαλιεία.
Η Σύμη είχε τον μεγαλύτερο σπογγαλιευτικό στόλο σε ολόκληρο τον κόσμο και είχε φτάσει να έχει 400 καγκάβες, 210 πλοιάρια γυμνών δυτών και 54 σκάφανδρα. Επιπλέον η Σύμη πρωτοστάτησε τόσο τον πρωτογενή τομέα, την σπογγαλιεία στην επιλεγόμενη Μπαρμπαριά, Barbary Coast, τα παράλια της Βόρειας Αφρικής και ειδικότερα της Βεγγάζης, όσο και στην επεξεργασία του σπόγγου και την διοχέτευση στο Λονδίνο και στις ΗΠΑ.
Η χρήση όμως του σκάφανδρου παρότι ήταν πιο παραγωγική ήταν και επικίνδυνη με χιλιάδες θύματα νεκρούς και παράλυτους από την νόσο των δυτών.
Έτσι σταδιακά οι διοικητές των Δωδεκανήσων απαγόρευσαν την σπογγαλιεία με αποκορύφωμα κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πόλεμου με επακόλουθο τη σταδιακή μείωση του πληθυσμού της Σύμης και σαν αποτέλεσμα σιγά σιγά η Κάλυμνος να αρχίσει να παίρνει τα ηνία της σπογγαλιείας.