Ο «Τιτανικός» χτύπησε πάνω σε παγόβουνο στις 14 Απριλίου 1912, στις 11:40 μ.μ. ώρα πλοίου, εκτελώντας το παρθενικό ταξίδι του και βυθίστηκε 2 ώρες 40 λεπτά αργότερα. Υπήρξαν πολλές τραγικές ιστορίες επιβατών, που αναφέρθηκαν στον παγκόσμιο Τύπο.
Ο Hudson Allison, πιεζόμενος από τη σύζυγό του και την κόρη του να λάβει θέση σε μία από τις λιγοστές σωσίβιες λέμβους, όπου είχαν ήδη επιβιβάσει τον μικρό γιο τους και την υπηρέτριά τους, αρνήθηκε πεισματικά. Τότε, η γυναίκα του και η κόρη του δήλωσαν ότι προτιμούσαν να συμμεριστούν την τύχη του, παρά να τον εγκαταλείψουν μόνο του πάνω στο πολυτελέστατο, πλωτό κουφάρι. Πράγματι, ολόκληρη η οικογένεια πνίγηκε, αλλά παρέμεινε αχώριστη στην αιωνιότητα.
Το αγγλικό πλοίο «Carpathia» ήταν αυτό που κατέφτασε πρώτο στο σημείο της ανείπωτης τραγωδίας, μόλις δύο ώρες αργότερα, διασχίζοντας με πρωτοφανή αυταπάρνηση και ηρωισμό επικίνδυνα νερά γεμάτα παγόβουνα, έχοντας βάλει στο φουλ τις μηχανές του, προκειμένου να φτάσει όσο το δυνατόν ταχύτερα, διακινδυνεύοντας τη δική του ακεραιότητα. Κατόρθωσε τελικά να περισυλλέξει και να σώσει 705 άτομα.
Λίγο πριν το «Carpathia» καταπλεύσει στη Νέα Υόρκη, όπου έφερε τους διασωθέντες ναυαγούς, η γερουσιαστική επιτροπή έλαβε εντολή να διενεργήσει ανακρίσεις για το τρομερό ναυάγιο. Επελήφθη αμέσως του έργου της μόλις κατέφτασε το «Carpathia» και πρώτος κλήθηκε προς ανάκριση ο διασωθείς πρόεδρος της Ατμοπλοϊκής Εταιρίας του «Τιτανικού», Joseph Bruce Ismay.
Το «Carpathia», καθώς μετέφερε τους ταλαιπωρημένους ναυαγούς, έπλεε βραδύτατα, μόλις με 12 μίλια την ώρα, προς αποφυγή επικίνδυνων κλονισμών στους ασθενείς και στους ετοιμοθάνατους. Επίσης, ένα αμερικανικό καταδρομικό είχε σταλεί για να υποδεχθεί και να περιθάλψει τους διασωθέντες. Στην πόλη είχαν προετοιμάσει αίθουσες, ενδύματα, τροφές, φάρμακα και ειδική υπηρεσία για τους ναυαγούς.
Ο Αμερικανός πολυεκατομμυριούχος John Jacob Astor IV ήταν ο πιο πλούσιος άνθρωπος που επέβαινε στον «Τιτανικό». Θεωρούνταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου στην εποχή του, με περιουσία που σήμερα θα υπολογιζόταν περίπου σε 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο John Jacob Astor ήταν ένας από τους 1.514 επιβάτες που έχασαν τη ζωή τους στην παγωμένη θάλασσα του Βορείου Ατλαντικού Ωκεανού, σε ηλικία 47 ετών.
Ωστόσο, η σύζυγός του, Madeleine Astor, μαζί με τη Γαλλίδα καμαριέρα της, κατάφεραν να διασωθούν από το «Carpathia», από όπου μπόρεσαν να στείλουν ραδιοτηλεγράφημα στις οικογένειές τους, αναγγέλλοντας τη διάσωσή τους.
Άλλο τηλεγράφημα καθιστούσε σαφές ότι το «Carpathia» εντόπισε τις λέμβους του «Τιτανικού» σε απόσταση ενός μιλίου και πλέον από τον τόπο της καταστροφής. Οι πλοηγοί των λέμβων, μετά από εντολές, τις οποίες είχαν λάβει από τους αξιωματικούς του θρυλικού πλοίου, απομακρύνθηκαν ταχέως, ώστε να αποφύγουν και τη δική τους καταβύθιση κατά τη φρικτή εκείνη στιγμή. Από τη σπασμωδική βιασύνη τους να φύγουν γρήγορα, εγκατέλειψαν πάνω στον «Τιτανικό» πολλά άτομα, για τα οποία υπήρχαν ακόμα θέσεις στις λέμβους.
Πριν φτάσει το «Carpathia» στη Νέα Υόρκη, τηλεγράφησε να ετοιμάσουν όσον το δυνατόν περισσότερα φέρετρα στην αποβάθρα. Αυτό αποτελούσε τρανή απόδειξη ότι μετέφερε πολλούς νεκρούς ναυαγούς. Επίσης, ζήτησε κινητά νοσοκομεία και ανθρώπινο δυναμικό. Επιπλέον, η Αγγλία έκανε έρανο για τις οικογένειες των θυμάτων του «Τιτανικού», συγκεντρώνοντας την πρώτη κιόλας μέρα 750 χιλιάδες φράγκα.
Η χήρα του Edward Smith, καπετάνιου του «Τιτανικού», ο οποίος αρνήθηκε να εγκαταλείψει το πλοίο του και καταποντίστηκε μαζί του, εξέδωσε μια ανακοίνωση, που τοιχοκολλήθηκε στα γραφεία της εταιρίας White Star Lines, στο Southhampton: «Η καρδιά μου υπερχειλίζει από τη θλίψη για όλους, στην ιδέα ότι θα έχετε υποφέρει τον τρομερό πόνο, ο οποίος σας προξενήθηκε. Είθε ο Θεός να είναι μαζί σας και να σας παρηγορήσει όλους σας! Με ειλικρινέστατη θλίψη από τα βάθη της καρδιάς μου, Eleanor Smith»
Τρεις Γάλλοι επιβάτες του «Τιτανικού», που κατάφεραν να διασωθούν, περιέγραψαν με λεπτομέρειες την περιπέτειά τους: «Η νύχτα ήταν παγωμένη, αλλά ξάστερη και διαυγής. Η θάλασσα ήταν ήσυχη. Ο χαλύβδινος γίγαντας προχωρούσε με όλη την ταχύτητα των τεράστιων μηχανών του. Στο πλοίο επικρατούσε ηρεμία. Τα καταστρώματα ήταν έρημα. Ήταν γύρω στις 11:30 το βράδυ και οι περισσότεροι επιβάτες είχαν ήδη αποκοιμηθεί. Σποραδικά, αντηχούσαν οι ξεροί ήχοι των κωδώνων του μεγαλοπρεπούς πλοίου.» Σε ένα από τα πολλά σαλόνια του «Τιτανικού», οι τρεις Γάλλοι μαζί με έναν Αμερικανό φίλο τους, ως γνήσιοι αμέριμνοι ταξιδιώτες, έπαιζαν μια παρτίδα χαρτιά, συνομιλώντας και γελώντας. Έξαφνα, συγκλονισμός! Το πλοίο έτριξε συθέμελα. Μετά, ακούστηκε ένα ασυνήθιστο σφύριγμα, παρόμοιο με εκείνο που κάνει η έλικα, στρεφόμενη απότομα για μια στιγμή από ξαφνική και απρόσμενη θύελλα.
Οι παίκτες κέρωσαν στις θέσεις τους και τα φύλλα της τράπουλας έμειναν κολλημένα στα χέρια τους. Ο ένας τους μπόρεσε να ανασηκωθεί δειλά, κοίταξε έξω από το φινιστρίνι, έκανε μια ακατανόητη χειρονομία και αναφώνησε έντρομος: «Το παγόβουνο! Δυστύχημα!…» Μάλλον μάντεψε, παρά είδε το φοβερό παγόβουνο, το οποίο ξεκοίλιασε τον πλωτό κολοσσό. Ακολούθησε μια φρενήρης ανάβαση στη γέφυρα του πλοίου. Έφτασαν τάχιστα, μα ήδη άλλοι είχαν προηγηθεί. Μες στο σκοτάδι, άνθρωποι έτρεχαν αλλόφρονες, έκπληκτοι, μουδιασμένοι. Άραγε, προς τα πού έτρεχαν; Αδιάφορο. Απλά, δεν ήθελαν να πεθάνουν. Σιγά, αλλά σταθερά, το θηριώδες πλωτό παλάτι έπαιρνε κλίση. Οι ισχυρότατες μηχανές του είχαν αχρηστευθεί. Αντηχούσαν εκκλήσεις, παρακάλια, άνθρωποι που φώναζαν τα ονόματα των αγαπημένων τους, ουρλιαχτά, κλάματα, φωνές… Πλέον βασίλευε ο πανικός.
Τότε, οι αξιωματικοί του «Τιτανικού» πήραν την κατάσταση στα χέρια τους, δίνοντας κατευθύνσεις και οδηγίες. Η εμπιστοσύνη άρχισε να γεννιέται. Και ξάφνου, μεταξύ των αντρών, των γυναικών και των παιδιών εκείνων που τους περίμενε η σκληρότερη μοίρα, οι λυγμοί τους σκεπάστηκαν από τη μελωδία της ορχήστρας του πλοίου, με τα βιολιά και τα χάλκινα όργανά της. Ήταν μια συναυλία χωρίς όνομα από τους μουσικούς, που θεώρησαν καθήκον τους να παίζουν ασταμάτητα μουσική, προκειμένου να γαληνέψουν τις ψυχές εκείνων που κινδύνευαν με θάνατο.
Συγκινημένος και νευρικός, τότε, ο πλοίαρχος Edward Smith, έδωσε εντολή να βάλουν οι επιβάτες σωσίβια και κατόπιν, διέταξε να ρίξουν τις βάρκες στη θάλασσα. Υπήρξαν μαρτυρίες ότι ο πλοίαρχος αυτοκτόνησε μόλις δέκα λεπτά μετά την πρόσκρουση πάνω στο παγόβουνο και δεν πάλεψε διόλου για μια πιθανή σωτηρία. Εν τούτοις, η αυτοκτονία αυτή θεωρήθηκε τουλάχιστον περίεργη, καθώς ο καπετάνιος οφείλει να γλιστρήσει στον βυθό μαζί με τη γέφυρά του και όχι να αφήσει το πλοίο του ακυβέρνητο στην πιο δύσκολη στιγμή, που το πλήρωμα, αλλά και οι επιβάτες χρειάζονταν καθοδήγηση και οργάνωση.
Ο «Τιτανικός» βυθίστηκε με την πλώρη, φωταγωγημένος, σαν σε νυχτερινή γιορτή, μέσα σε ένα διάκοσμο διάσπαρτων πάγων, που έπλεαν σιωπηλά και αθόρυβα στην παγωμένη και ατάραχη θάλασσα. Γυναικόπαιδα κυρίως εγκατέλειψαν πρώτα το γιγαντιαίο σκαρί και μέσα από τις βάρκες τους που απομακρύνονταν, ακούγονταν απελπισμένες οι κραυγές τους για τους συζύγους και τους πατεράδες τους, που είχαν απομείνει πάνω στον υγρό τους τάφο: «Θεέ μου, τελείωσε το!»
Ο John Jacob Astor IV δεν υπολόγισε καθόλου τη δύναμη που του εξασφάλιζαν τα χρήματά του. Τακτοποίησε τη γυναίκα του σε μια λέμβο, μα ο ίδιος αρνήθηκε να εγκαταλείψει το πλοίο «εάν δεν έφευγε πρώτα και η τελευταία γυναίκα και το τελευταίο παιδί».
Δύο ζάμπλουτοι ηλικιωμένοι, ο Isidor Straus και η σύζυγός του, Ida, έμειναν αγκαλιασμένοι στη γέφυρα και πέθαναν μαζί. Ενώ το πλήθος ούρλιαζε αλλοπαρμένο, εκείνοι σιωπηλά, νηφάλια, ατάραχα, τύλιξαν ο ένας τα χέρια του γύρω από τον άλλον. Κοιτάζονταν όσο πιο βαθιά και εσωτερικά μπορούσαν, ένωσαν τα γερασμένα χείλη τους και αφέθηκαν να τους παρασύρει ο υδάτινος θάνατος.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», στις 11/04/1912 (σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο)…