Σε ρυθμούς «window dressing» κινήθηκε το Χρηματιστήριο στην τελευταία συνεδρίαση ενός έτους που χάρισε αποδόσεις της τάξεως του 13,65% σε επίπεδο Γενικού Δείκτη και 21,14% σε επίπεδο τραπεζικού δείκτη.
Το 2024 ολοκληρώθηκε με ανάμεικτα συναισθήματα στην αγορά. Ο όρος δύο ταχυτήτων περιγράφει με ακρίβεια την πορεία της αγοράς καθώς ενώ η γενική εικόνα παρέμεινε σταθερή, χωνεύοντας τα εντυπωσιακά κέρδη του 2023 (+39,08%), ο τραπεζικός κλάδος και λίγες επιλεγμένες μετοχές κατέγραψαν σημαντική άνοδο. Η μεσαία κεφαλαιοποίηση κλείνει με αισθητά μικρότερα κέρδη θυμίζοντας ότι το προηγούμενο διάστημα είχε δώσει πολύ μεγάλα κέρδη που θέλουν χρόνο για να απορροφηθούν.
Ευρύτερα, όπως ανέφερε το insider.gr, ο συνδυασμός ενός μετριοπαθούς μονοψήφιου, ως επί το πλείστον, «growth» για την πλειονότητα των μετοχών της υψηλής κεφαλαιοποίησης και η απεύθυνση στην ίδια δεξαμενή κεφαλαίων που παίρνει πλέον τη μορφή εξάντλησης, φαίνεται να αποτελούν τα κύρια σημεία προβληματισμού μερίδας διαχειριστών ως προς τις προοπτικές της εγχώριας αγοράς.
Εφόσον το φετινό έτος, αποτέλεσε ένα έτος συσσώρευσης και υποαπόδοσης (έναντι των μεγάλων διεθνών αγορών), με τις αποδόσεις να βγαίνουν κατά βάση στο πρώτο μισό και εν συνεχεία να κυριαρχεί ένα μοτίβο, κατ' ελάχιστον, μονοτονίας - γκρίνιας, εύλογα μπορεί κάποιος να υποστηρίξει «γιατί να κάνει τη διαφορά το Χρηματιστήριο το 2025;». Από τη στιγμή μάλιστα που οι αναδυόμενες αγορές μόνο εύκολα δε θα περάσουν ελέω της εμπορικής πολιτικής που θα υιοθετήσει ο Ντόναλντ Τραμπ και με την αβεβαιότητα να κυριαρχεί σε επίπεδο πολιτικοοικονομικού περιβάλλοντος στην Ευρώπη, φαίνεται πως προκρίνονται μεγαλύτερες δόσεις «άμυνας» μέσω... των χρηματικών διανομών.
Ένα εκ των βασικών προβληματικών σημείων της ρηχής εγχώριας αγοράς είναι η αδυναμία προσέλευση νέων επενδυτικών κεφαλαίων, κάτι που αποτυπώνεται στα roadshows στα οποία συμμετέχουν οι ίδιοι διαχειριστές που κατά βάση έχουν «υπέρ - αγοράσει Ελλάδα» ειδικά μετά τα αλλεπάλληλα placements που έλαβαν χώρα τη φετινή χρονιά, προκαλώντας «stock digestion» (πλημμύρισε η ρηχή εγχώρια αγορά με χαρτιά που αδυνατούνταν να απορροφηθούν εύκολα). Γίνεται έτσι περισσότερο ορατή η ανάγκη ανοίγματος σε νέους διαχειριστές μετά τα όρια εξάντλησης του πελατολογίου των υφιστάμενων brokers - «καλωδίων».
Τράπεζες, blue chips και μετοχές της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας διαπραγματεύονται μεν σε ελκυστικά επίπεδα και με υψηλά discounts σε όρους ενσώματης λογιστικής αξίας και κερδοφορίας έναντι των αντίστοιχων γκρουπ σε ευρωπαϊκές και αναδυόμενες αγορές αλλά παραμένουν «εγκλωβισμένες» στην ίδια δεξαμενή κεφαλαίων. Τα discounts και τα «stories αποτελούν το «τυράκι», το χρήμα όμως είναι αυτό που μπορεί να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού και των αποτιμήσεων.
Όπως αναφέρει στο insider.gr ο Αντώνης Κοφινάκος, Financial Trading Tutor, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας - Aegean College (Crypto Finance MBA Tutor στο University of Essex) «το γράφημα που μελετάμε ειναι ετήσιο, κάτι που σημαίνει πως κάθε ένα κερί έχει διάρκεια ενός έτους. Ο Γενικός Δείκτης εντός του 2024 διέσπασε την κορυφή του 2014 (1379,42 μονάδες) και ενεργοποίησε έναν (κοινό αποδεκτό από όλους) σχηματισμό αντιστροφής - διπλού πυθμένα . Η ενεργοποίηση του σχηματισμού θεωρείτε έγκυρη όταν διασπαστεί ανοδικά η κορυφή που δημιούργησε τον χαμηλότερο πυθμένα.
Συνεπώς η κορυφή αυτή ειναι η κορυφή του 2014. Το ετήσιο κερί έκλεισε, σήμερα στις 31 Δεκεμβρίου στις 1.469,67 μονάδες, πολύ υψηλότερα από τις 1379,42 μονάδες (υψηλό του 2014). Η ενεργοποίηση του σχηματισμού σύμφωνα με την θεωρία αναφέρει πως η τιμή θα προσεγγίσει το 200% του Fibonacci (2.338 μονάδες). Αρα για το νέο έτος οι προσδοκίες μας είναι ιδιαίτερα υψηλές».
Στις άλυτα ζητήματα της εγχώριας αγοράς αναφέρεται ο Πέτρος Στεριώτης, πιστοποιημένος από τις κεφαλαιαγορές Ελλάδος και Κύπρου και τέως CEO ευρωπαϊκών ΕΠΕΥ. Όπως αναφέρει, «τα ισχυρά εταιρικά θεμελιώδη, η σταδιακή ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και η βελτίωση του δημοσιονομικού προφίλ της χώρας είναι κάποιοι από τους παράγοντες που οδήγησαν πρόσφατα το Χρηματιστήριο σε υψηλά 13 ετών. Παρά τις συνολικά ευνοϊκές προϋποθέσεις συνέχισης του δομικού ράλι, το Χρηματιστήριο Αθηνών συνεχίζει να ταλανίζεται από παθογένειες τις οποίες καλείται (επιτέλους) να υπερβεί ώστε να πορευθεί με επιτυχία προς το μέλλον. Συνοπτικά, τα σημαντικότερα ζητήματα που καλείται να επιλύσει η ελληνική κεφαλαιαγορά είναι:
1. Ο μικρός αριθμός ενεργών κωδικών ιδιωτών επενδυτών, παρ’ όλο το προηγηθέν bull market. Αναγνωρίζουμε βεβαίως ότι η «φούσκα» του 1999 και η καταστροφική πορεία των δεικτοβαρών τραπεζικών και άλλων τίτλων την προηγούμενη δεκαετία έχουν δημιουργήσει «πληγές» που συνεχίζουν να αποστρέφουν πολλούς ιδιώτες από το Χρηματιστήριο. Την ίδια στιγμή, πολλοί από τους εν δυνάμει εγχώριους επενδυτές λιανικής έχουν τοποθετηθεί σε έντοκες επενδύσεις, οι οποίες όμως προσφέρουν αποδόσεις χαμηλότερες από τις τρέχουσες μερισματικές διανομές κερδοφόρων εταιριών.
2. Δεδομένου του «ιστορικού» και της… ψυχοσύνθεσης του μέσου Έλληνα επενδυτή απαιτείται η απόκτηση επενδυτικής παιδείας που να βασίζεται στον Οικονομικό Αλφαβητισμό, δηλαδή στην πληροφόρηση για τις δυνατότητες τις οποίες προσφέρουν επιλεγμένα προϊόντα των κεφαλαιαγορών, για το κόστος ευκαιρίας που η αποχή από αυτά ενέχει, αλλά και για την ανάγκη διαχείρισης του ρίσκου που αναπόφευκτα χαρακτηρίζει την κάθε μορφή επένδυσης.
3. Η σχετικά περιορισμένη σε όρους όγκου συναλλαγών παρουσία εγχώριων και ξένων θεσμικών επενδυτών στη Λεωφόρο Αθηνών, έστω και αν αυτοί «πρωταγωνιστούν» έναντι των ιδιωτών.
4. Οι συναλλαγές γενικά επικεντρώνονται σε μικρό αριθμό τίτλων μεγάλης κεφαλαιοποίησης, με την αντίστοιχη μεσαία, πόσω μάλλον την μικρή κεφαλαιοποίηση να παίζουν τον ρόλο του «φτωχού συγγενή». Προφανώς και η προσέλκυση χρήματος σε πρωτογενή και δευτερογενή Αγορά δεν γίνεται... με το ζόρι και οι υποψήφιοι επενδυτές θέλουν «να δούνε πράγματα» ώστε να επιλέξουν εναλλακτικούς τίτλους. Σίγουρα όλοι οι εμπλεκόμενοι, από τις Διοικήσεις των εταιριών μέχρι και τον «τελευταίο trader» οφείλουν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους ώστε να «καλλιεργηθεί» το απαιτούμενο επενδυτικό ενδιαφέρον, όμως η ύπαρξη νέων δυναμικών εισηγμένων στο ΧΑ οπωσδήποτε θα αυξήσει τις διαθέσιμες επιλογές.
5. Η χαμηλή ελεύθερη διασπορά (free float) αρκετών εισηγμένων.
6. Τα προαναφερθέντα σημεία προκαλούν τον - γνωστό και μη εξαιρετέο - χαμηλό όγκο συναλλαγών (όσοι αρθρογραφούμε τον επικαλούμεθα πολύ συχνά) και την χαμηλή εμπορευσιμότητα, φαινόμενα τα οποία «ρηχαίνουν» την ελληνική Αγορά και αποτρέπουν τα θεσμικά χαρτοφυλάκια από το να συμμετάσχουν «σοβαρότερα» στο Χρηματιστήριο Αθηνων εφόσον δυσκολεύονται να «χτίσουν» μεγαλύτερες μετοχικές θέσεις ή να τις κλείσουν στις περιόδους μεγάλης αύξησης της μεταβλητότητας.
7. Συνολικά είναι κρίμα να διαπιστώνεται (σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες) χαμηλού βαθμού διασύνδεση του Χρηματιστήριο με την ελληνική οικονομία, γεγονός που «μπλοκάρει» μία σημαντική πηγή άντλησης κεφαλαίων και κατ’ επέκτασιν την συνολική οικονομική ανάπτυξη της Χώρας. Η υπό προϋποθέσεις παροχή κινήτρων οικονομικής φύσεως (φορολογικών κλπ) σε εν δυνάμει εισηγμένες και επενδυτές θα μπορούσε να αμβλύνει το πρόβλημα.
Με βάση όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι το «rebranding» της ελληνικής κεφαλαιαγοράς είναι αναγκαίο. Οι αγορές εξελίσσονται και το ΧΑ «δεν παίζει μπάλα» μόνο του. Οι διαπιστώσεις και τα ευχολόγια φτάνουν. Πλέον χρειάζεται η εφαρμογή γενναίων δράσεων και πολιτικών συγκεκριμένης στόχευσης και μακράς πνοής οι οποίες θα αντιμετωπίσουν τις παθογένειες, θα ευνοήσουν την καλλιέργεια μετοχικής κουλτούρας στη Χώρα μας και θα αποδείξουν ότι το ΧΑ όντως δικαιούται να επιστρέψει στην κατηγορία των αναπτυγμένων αγορών. Ευελπιστούμε ότι επιτέλους θα γίνουν πράξη όλα όσα χρειάζονται ώστε το ΧΑ να αποδιώξει τη «ρετσινιά» που συνεχίζει να το κατατρέχει και να αποτελέσει εφεξής βασικό πυλώνα οικονομικής ανάπτυξης, με τη συμμετοχή ενήμερων επενδυτών. Αυτή θα είναι η πραγματική και πολυπόθητη αναβάθμιση», καταλήγει ο Π. Στεριώτης.
Η αγορά ολοκλήρωσε το 2024 στις 1.469,67 μονάδες (σε υψηλό ημέρας), απέχοντας μόλις 2,37% από το πολυετές υψηλό των 1.505,35 μονάδων. Η υπέρβαση και κατοχύρωση του 1.469 ανοίγει το δρόμο για νέα υψηλά. Στο εβδομαδιαίο φαίνεται ότι έχουμε όλες τις πιθανότητες να δούμε ένα καλό ξεκίνημα έτους που μπορεί να μας δώσει ένα καλό πρώτο τρίμηνο, με τον Ηλία Ζαχαράκη της Fast Finance να βλέπει την αγορά προς τις 1.620 - 1.750 μονάδες, με τεχνικό «μαξιλάρι», τις 1.359 μονάδες που αποτελούν στήριξη σε περίπτωση υποχώρησης.
Στους νικητές των φετινών αποδόσεων η Titan με απόδοση 87,41% στα 40,20 ευρώ και ιστορικό υψηλό στα 40,70 ευρώ (ενδοσυνεδριακό υψηλό), με την Optima να ακολουθεί στο 65,9% και στα 12,94 ευρώ και τη ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ στο 40,43% και στα 18,48 ευρώ.
Η συναλλακτική δραστηριότητα υποχώρησε στην τελευταία συνεδρίαση του έτους στα 71,27 εκατ. ευρώ, έναντι 137,8 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο τη φετινή χρονιά. Ο δείκτης υψηλής κεφαλαιοποίησης έκλεισε στις 3.570,47 μονάδες, με άνοδο 0,89% και ετήσια στο 14,34%, ενώ ο τραπεζικός δείκτης ενισχύθηκε ελαφρώς κατά 0,36% στις 1.286,02 μονάδες. Η αγορά κατάφερε σήμερα να υπερβεί τις 1.469 μονάδες μέσω της ανόδου της Coca Cola και του ΟΤΕ στις δημοπρασίες. Η πρώτη ενισχύθηκε κατά 1,34% στα 33,32 ευρώ και η δεύτερη κατά 2,27% στα 14,88 ευρώ.
Σε πράσινο φόντο όλα τα blue chips. Δυναμική παρουσία από τη ΔΕΗ με νέα άνοδο 1,73% στα 12,34 ευρώ και θετική συναλλακτική δραστηριότητα (ενεργοποίηση τριγώνου και ισχυρό μομέντουμ μετά την έξοδο της μετοχής από την άνωθεν γραμμή Bollinger) , με τη Metlen στο 1,15% και τα 33,52 ευρώ. Άνοδος 1,98% για τη Motor Oil, 0,8% για τα ΕΛΠΕ, 0,87% για τη ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, 0,87% (με τη διάσπαση των 18,56 ευρώ οδεύει προς νέο πολυετές υψηλό) για τη Jumbo, 0,64% για τον ΟΠΑΠ, 1,1% για την Aegean, 1,3% για τη VIohalco, 2,24% για τη Lamda, 2,06% για τη Σαράντης, 1,36% για την Ελλάκτωρ. Ήπια άνοδος για Cenergy, ElvalHalcor, με το ΔΑΑ σταθερό στα 8 ευρώ.
Στις τράπεζες, κατά 0,98% ενισχύθηκε η Εθνική με ετήσια απόδοση 21,78%, στα 7,66 ευρώ, με την Πειραιώς στο 0,79% και τα 3,85 ευρώ και απόδοση από 1/1/24 στο 20,31%. Πρωταθλήτρια η Eurobank με απόδοση 38,51% φέτος και ήπιες απώλειες 0,45% (στις δημοπρασίες) στα 2,23 ευρώ στην τελευταία συνεδρίαση. Ήπιες απώλειες 0,28% για την Alpha Bank στα 1,617 ευρώ και 0,22% για την Κύπρου με κλείσιμο έτους στο +5,07% και στο -3,77% αντίστοιχα.