
Στο παρασκήνιο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων εξελίσσεται ένα παιχνίδι υψηλού ρίσκου. Σύμφωνα με αποκλειστικό ρεπορτάζ του Reuters, Τούρκοι αξιωματούχοι πρότειναν στον Ντόναλντ Τραμπ την καταβολή 100 εκατ. δολαρίων για τον εξωδικαστικό διακανονισμό της υπόθεσης Halkbank, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συνάντησής τους στον Λευκό Οίκο.
Η πρόταση της Άγκυρας περιλάμβανε και πρόσθετους όρους, με κυριότερο τη μη παραδοχή ενοχής εκ μέρους της τράπεζας - κάτι που αποτελεί για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αδιαπραγμάτευτο σημείο. Το Reuters επικαλείται δύο πηγές με άμεση γνώση των συνομιλιών, επιβεβαιώνοντας ότι το θέμα βρέθηκε στο επίκεντρο της συνάντησης.
Η Halkbank, τέταρτη μεγαλύτερη τράπεζα της Τουρκίας, κατηγορείται στις ΗΠΑ για απάτη, ξέπλυμα χρήματος και συνωμοσία, με την κατηγορία ότι βοήθησε το Ιράν να παρακάμψει τις αμερικανικές κυρώσεις για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Η Άγκυρα απορρίπτει τις κατηγορίες ως πολιτικά υποκινούμενες και βλέπει πίσω από αυτές μια μορφή «δικαστικής πίεσης» εκ μέρους της Ουάσινγκτον.
Από τους S-400 στα F-35 και τώρα η Halkbank
Η υπόθεση Halkbank δεν είναι μεμονωμένο επεισόδιο, αλλά συνέχεια μιας δεκαετούς διαδρομής εντάσεων. Το 2019, η Τουρκία προχώρησε στην αγορά του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400, προκαλώντας την οργή των ΗΠΑ. Η απάντηση της Ουάσινγκτον ήταν άμεση: ακύρωση της πώλησης των μαχητικών F-35, αποπομπή της Άγκυρας από το πρόγραμμα συμπαραγωγής και κυρώσεις στην τουρκική υπηρεσία αμυντικών προμηθειών.
ern
Την ίδια χρονιά ξεκίνησε και η ποινική δίωξη κατά της Halkbank. Σήμερα, καθώς οι σχέσεις δείχνουν να αναθερμαίνονται χάρη στους προσωπικούς δεσμούς Τραμπ και Ερντογάν, το ζήτημα της τράπεζας λειτουργεί ως δοκιμαστικό πεδίο επαναπροσέγγισης. Η τουρκική πλευρά αποφεύγει να τοποθετηθεί δημόσια, ενώ ο Λευκός Οίκος δεν έχει απαντήσει αν η πρόταση παραμένει στο τραπέζι.
Η στάση της Δικαιοσύνης και τα μηνύματα των αγορών
Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ απέρριψε πρόσφατα την τελευταία έφεση της Halkbank, επιτρέποντας τη συνέχιση της ποινικής δίωξης στη Νέα Υόρκη. Οι μετοχές της τράπεζας κατρακύλησαν κατά 10%, ενώ η διοίκηση ανακοίνωσε ότι οι «πρωτοβουλίες για εξεύρεση νομικής συνεννόησης με τις Ηνωμένες Πολιτείες» συνεχίζονται.
Ο Ερντογάν, που καθόταν δίπλα στον Τραμπ στην πρώτη του επίσκεψη στον Λευκό Οίκο μετά από έξι χρόνια, είχε δηλώσει ότι η Halkbank θα αποτελούσε βασικό θέμα της ατζέντας στα μόλις 45 δευτερόλεπτα που συνολικά τοποθετήθηκε μπροστά στις κάμερες κατά την άφιξή του. Έκτοτε επαναλαμβάνει ότι οι κατηγορίες είναι «παράνομες και άδικες». Στον διπλωματικό μικρόκοσμο της Άγκυρας, η υπόθεση αυτή θεωρείται πολιτικό εργαλείο, όχι νομικό πρόβλημα.
Η ουσία της υπόθεσης και το ιστορικό της κρίσης
Οι Αμερικανοί εισαγγελείς κατηγορούν τη Halkbank ότι, μέσω μεσαζόντων και εικονικών εταιρειών σε Ιράν, Τουρκία και ΗΑΕ, διευκόλυναν την Τεχεράνη να παρακάμψει τις κυρώσεις, μεταφέροντας παράνομα περίπου 20 δισ. δολάρια. Τα έσοδα από το ιρανικό πετρέλαιο φέρεται να μετατράπηκαν σε χρυσό και μετρητά μέσω ψευδών φορτίων τροφίμων.
Η τράπεζα είχε ισχυριστεί ότι, ως κρατικός οργανισμός, απολαμβάνει ασυλία από διώξεις στο εξωτερικό. Η αμερικανική Δικαιοσύνη απέρριψε το επιχείρημα, δημιουργώντας προηγούμενο για την αντιμετώπιση κρατικών τραπεζών που εμπλέκονται σε διεθνείς παραβιάσεις κυρώσεων.
Αναλυτές θεωρούν ότι το ποσό του διακανονισμού θα μπορούσε να υπερβεί τα 100 εκατ. δολάρια, καθώς παρόμοιες υποθέσεις έχουν κοστίσει πολλαπλάσια. Μόνο η γαλλική BNP Paribas πλήρωσε σχεδόν 9 δισ. δολάρια για παραβίαση κυρώσεων σε Ιράν, Κούβα και Σουδάν.
Το πολιτικό μήνυμα πίσω από την πρόταση
Η πρόταση των 100 εκατ. δολαρίων είναι περισσότερο πολιτική παρά νομική. Για την Άγκυρα, συμβολίζει την πρόθεση να «κλείσει εκκρεμότητες» με την Ουάσινγκτον, εφόσον υπάρξει αμοιβαία κατανόηση. Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι μια πιθανή επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο θα άνοιγε νέο κύκλο διαπραγματεύσεων, μακριά από τη λογική των κυρώσεων Μπάιντεν.
Για την Τουρκία, η υπόθεση Halkbank είναι η επιτομή του αμερικανικού νομικού εκβιασμού μέσω γεωπολιτικής ισχύος. Για τις ΗΠΑ, είναι δοκιμή συνέπειας απέναντι στους ίδιους τους κανόνες που επιβάλλουν διεθνώς. Το αποτέλεσμα θα δείξει ποιος χρειάζεται περισσότερο τον άλλον.
Οι αριθμοί πίσω από τη σχέση
Οι εμπορικές συναλλαγές ΗΠΑ-Τουρκίας αυξήθηκαν από 28,3 δισ. δολάρια το 2021 σε 32,1 δισ. το 2023. Οι αμερικανικές εξαγωγές προς την Τουρκία ανήλθαν στα 15,8 δισ., κυρίως σε ενέργεια, μηχανήματα και αμυντικά υλικά, ενώ οι τουρκικές εξαγωγές στις ΗΠΑ άγγιξαν τα 16,3 δισ., με επίκεντρο τα βιομηχανικά προϊόντα και τα μέταλλα.
Περισσότερες από 2.000 αμερικανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην Τουρκία, με συνολικές επενδύσεις άνω των 14 δισ. δολαρίων. Ωστόσο, το πάγωμα των προγραμμάτων F-35 και οι κυρώσεις για τους S-400 έχουν περιορίσει τη ροή νέων κεφαλαίων. Παρά την ανάκαμψη του εμπορίου, το πολιτικό ρίσκο παραμένει υψηλό.
Το επόμενο βήμα του Ερντογάν
Αν ο Τραμπ απορρίψει την πρόταση, ο Ερντογάν θα κινηθεί σε δύο γραμμές. Θα παρουσιάσει την υπόθεση ως απόδειξη αμερικανικής προκατάληψης απέναντι στην Τουρκία και θα ενισχύσει τις επαφές με τη Μόσχα και το Πεκίνο για να δείξει ότι έχει εναλλακτικές.
Στην πράξη, η Άγκυρα θα κρατήσει ανοικτό τον δίαυλο με τις ΗΠΑ, επιμένοντας στη ρητορική της «ισότιμης συνεργασίας». Η Halkbank έχει πάψει να είναι απλώς τραπεζικό ζήτημα. Είναι σύμβολο της τουρκικής αφήγησης περί κυριαρχίας και ανεξαρτησίας. Και σε αυτό το αφήγημα, ο Ερντογάν δεν πρόκειται να κάνει πίσω - όποιο κι αν είναι το τίμημα.