Τα αρχαιολογικά ευρήματα και οι πανάρχαιες παραδόσεις του Πολιτισμού της Θούλης, που διατηρήθηκαν μες στους αιώνες από τους Εσκιμώους, σε σύγκριση με τους προϊστορικούς πολιτισμούς της παλαιάς Ευρώπης, μας επιτρέπει να εξάγουμε συμπεράσματα για την αρχαιότητα του πολιτισμού αυτού.
Τα αντικείμενα της καθημερινής ζωής, κατασκευασμένα από κόκκαλα, κέρατα ή ξύλο, τα συναντάμε και μεταξύ των ευρημάτων των πρώτων νομαδικών λαών που ζούσαν από το κυνήγι, κατά την πρώτη περίοδο παγετώνων της Γης, δηλαδή από το 25.000 μέχρι το 12.000 π.Χ.
Ποιο ήταν άραγε το πρώτο κύτταρο του Πολιτισμού της Θούλης; Οι παραδόσεις των Εσκιμώων λένε ότι τα ίχνη του πολιτισμού που διατηρούνται μέχρι και σήμερα, ανήκουν σ’ έναν μυθικό, πανάρχαιο λαό, που στις διάφορες διαλέκτους τους αποκαλείται Τόρνιτ, Τορύριν, Τούνιτ ή Τούνγκιτ.
Σύμφωνα με τις παραδόσεις των Εσκιμώων, ο μυθικός αυτός λαός ήταν ρωμαλέος, εργατικός και φιλειρηνικός, ενώ επιβίωνε από το κυνήγι της φάλαινας. Σιγά-σιγά, όμως, εκτοπίστηκε από τους Εσκιμώους ακόμη πιο βόρεια και στο τέλος, εξαφανίστηκε. Οι τελευταίοι, μάλιστα, επιζώντες απόγονοι του λαού τούτου θεωρούνταν οι Εσκιμώοι Σαντλερμούντ, των οποίων η φυλή χάθηκε το 1903 και των οποίων η χώρα έφερε το χαρακτηριστικό όνομα «Τούνιρμουντ».
Εν τούτοις, φαίνεται ότι υπάρχουν και άλλοι απόγονοι του λαού αυτού, όπως αποδεικνύεται από την ανακάλυψη της μυστηριώδους εκείνης φυλής των «ξανθών Εσκιμώων», που ζουν στις απώτατες, στις πλέον ακριτικές και απομονωμένες πολικές περιοχές.
Οι λεγόμενοι «ξανθοί Εσκιμώοι» έμοιαζαν περισσότερο με τους Ευρωπαίους, καθώς ήταν ψηλοί, με δέρμα σχεδόν λευκό, ξανθά μαλλιά, γαλανά μάτια, με πλούσιες γενειάδες, χαρακτηριστικά σπανιότατα για τις συνήθεις φυλές των Εσκιμώων.
Η φυλή αυτή προφανώς αποτελεί τον στερνό συνδετικό κρίκο των πανάρχαιων αρκτικών ατλαντικών λαών, από τους οποίους κατάγονται ασφαλώς και οι ιθαγενείς Ινδιάνοι της Αμερικής. Πράγματι, εκτός από τις εξωτερικές ομοιότητες μεταξύ των δύο αυτών λαών, υπάρχουν και οι κοινές παραδόσεις τους, οι οποίες μιλούν για μια παμπάλαια μυθική πατρίδα, μια «λευκή χώρα» μακριά στον Βορρά, από την οποία αναγκάστηκαν να φύγουν πριν από πάρα πολλά χρόνια, διότι είχε παγώσει και είχε υποστεί μεγάλους κατακλυσμούς.
Ο Ολλανδός Καθηγητής Ιστορίας Hermann Wirth, στηριζόμενος σε αυτά τα ιστορικά και λαογραφικά δεδομένα, πραγματευόταν στα βιβλία του το ζήτημα της καταγωγής της ανθρωπότητας από τους πανάρχαιους εκείνους αρκτικούς ατλαντικούς λαούς.
Τέλος, οι πανάρχαιες ινδικές παραδόσεις έκαναν λόγο για μια μακρινή χώρα, που βρισκόταν πέρα από τα Ιμαλάια, πλάι στο «κατάλευκο παγωμένο πέλαγος», την οποία αποκαλούσαν «λευκή χώρα». Στο περίφημο σανσκριτικό έπος της αρχαίας Ινδίας, το «Mahabharata», αναφερόταν η «λευκή χώρα», από την οποία καταγόταν ο θεός Narayana, δηλαδή ο «υιός του πρωτανθρώπου», ο πρωτογέννητος της Δημιουργίας.
Ο Narayana θεωρούνταν ο θεός του φωτός, καθώς η μυθική χώρα της καταγωγής του ήταν πάντοτε λουσμένη στο φως και στη λάμψη. Εκεί, σύμφωνα με το ινδικό έπος «Mahabharata», κατοικούσαν τα ανώτερα όντα, που λάτρευαν τον θεό αυτόν, χωρίς αιματηρές θυσίες, αλλά μόνο με ύμνους και προσευχές.
Από αυτήν, λοιπόν, την πρωταρχική πατρίδα των βόρειων φυλών προήλθε ο πανάρχαιος Πολιτισμός της Θούλης, οι θρησκευτικές παραδόσεις και τα θρησκευτικά σύμβολα, που επικράτησαν σ’ ολόκληρο τον κόσμο, προτού εκτοπιστούν από τα μεταγενέστερα θρησκευτικά σύμβολα και θεότητες της Ασίας.
Πέρα απ’ όλες αυτές τις θεωρίες, το μυστήριο της Ατλαντίδας παρέμενε άλυτο και δεν είχε γίνει ακόμη κατορθωτό να αποκαλυφθούν τα μυστικά της.
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», στις 17/09/1931…