Το μυστήριο της μυθικής ηπείρου, με το εύηχο όνομα Ατλαντίδα, είχε προβληματίσει όλες τις γενιές της ανθρωπότητας σε όλες τις εποχές. Διότι ο θρύλος της μυστηριώδους αυτής χώρας, η οποία υπήρξε η κοιτίδα του πρώτου πολιτισμού πάνω στη Γη, ολόκληρες χιλιετηρίδες πριν από την εμφάνιση των αρχαιότερων πολιτισμών, όπως και του ελληνικού, και την οποία κάλυψαν μια μέρα δια παντός τα κύματα του Ωκεανού, ο οποίος φέρει το όνομά της, αποτελεί έναν από τους παλαιότερους θρύλους του ανθρώπινου γένους.
Τον περιώνυμο αυτόν θρύλο τον αναφέρει πρώτος ο Πλάτωνας στους δύο διαλόγους του, Κριτία και Τίμαιο. Κατά την αφήγηση, μάλιστα, του Πλάτωνα, εννιά χιλιετηρίδες πριν από την εποχή του, υπήρχε μια μεγάλη χώρα, μια ήπειρος, έξω από τις Ηράκλειες Στήλες, δηλαδή το σημερινό Γιβραλτάρ, η οποία λεγόταν Ατλαντίδα.
Στην πρωτεύουσα της νησιωτικής αυτής ηπείρου υψωνόταν η Χρυσή Ακρόπολη του Ποσειδώνα, όπου εκεί βασίλευε ο ίδιος αυτοπροσώπως, προτού θεοποιηθεί. Όταν ο κατοπινός θεός της θάλασσας νυμφεύτηκε την Κλειτώ, κόρη της Γης και του Ευένωρος, απέκτησε από αυτήν πέντε τέκνα, μεταξύ των οποίων μοίρασε το βασίλειό του. Στον πρωτότοκο, στον Άτλαντα, χάρισε το μεγαλύτερο και ωραιότερο τμήμα του, τη νήσο, στην οποία έδωσε αργότερα το όνομά του.
Η ήπειρος αυτή ήταν ένας πραγματικός παράδεισος, όπου οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχείς. Η δε ανθρωπότητα γνώρισε τότε μια περίοδο μεγάλης ακμής και ευμάρειας, διότι από εκεί σκορπίστηκαν στον κόσμο τα φώτα των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών.
Το κλίμα της νήσου ήταν ιδεώδες. Θερμές και ψυχρές πηγές διέχυναν τα νερά τους σε όλη της την επιφάνεια και η βλάστηση ήταν περίσσεια και άφθονη. Η γη ήταν τόσο εύφορη και γόνιμη, ώστε η χώρα ήταν εντελώς αυτάρκης. Πλούσια, επίσης, ήταν και τα σπλάχνα της, όπου οι κάτοικοί της έβρισκαν τα μέταλλα που χρειάζονταν, αλλά και η κτηνοτροφία ήταν ιδιαιτέρως αναπτυγμένη. Τα δάση της έβριθαν από όλων των ειδών τα ζώα. Τα οπωροφόρα δέντρα της έδιναν τους γλυκύτερους καρπούς, ενώ η γεωργία, η οποία διέθετε για την ανάπτυξή της άριστα μέσα και χάρη στην εξαιρετική γονιμότητα του εδάφους, γνώριζε δύο σοδειές τον χρόνο.
Με λίγα λόγια, η ζωή ήταν απολαυστική στον μακρινό εκείνο τόπο, τον οποίο έλουζε ο ωραιότερος ήλιος και όπου όλα υπήρχαν σε ζηλευτή αφθονία.
Ο μακάριος λαών των Ατλάντων, ζώντας υπό τέτοιες ευνοϊκές φυσικές συνθήκες, αναπτύχθηκε πλήρως και προόδευσε. Έχτισε περίλαμπρους ναούς και ανάκτορα, επιτέλεσε μεγαλειώδη έργα, κατασκεύασε ναυπηγεία, διώρυγες και γέφυρες, που ένωναν τα διάφορα μέρη της ορεινής χώρας μεταξύ τους.
Μια τεράστια διώρυγα συνέδεε το λιμάνι της με την πρωτεύουσα, η οποία δέσποζε στο κέντρο του νησιού. Ήταν τόσο βαθιά και πλατιά η διώρυγα αυτή, ώστε και τα μεγαλύτερα πλοία μπορούσαν να καταπλεύσουν μέχρι την πρωτεύουσα της Ατλαντίδας.
Επιπλέον, η αρχιτεκτονική των Ατλάντων ήταν καταπληκτική. Γνώριζαν και τη διακοσμητική τέχνη και στόλιζαν τα κτίριά τους με περίτεχνα κοσμήματα από χαλκό και ψευδάργυρο.
Η αίθουσα του θρόνου του Βασιλιά τους, καθώς και ο ίδιος ο θρόνος και ο ναός του Ποσειδώνα ήταν πάντοτε, κατά την αφήγηση του Πλάτωνα, αφάνταστου πλούτου και μεγαλείου. Έφεραν κομψές επιστρώσεις από χρυσές και αργυρές πλάκες, είχαν κίονες με θαυμάσια χάλκινα κιονόκρανα και διάφορα ποικίλματα από ελεφαντοστούν.
Πραγματικά υπέροχο ήταν και το κολοσσιαίο άγαλμα του Ποσειδώνα. Τον αναπαριστούσε πάνω σε ολόχρυσο άρμα, που το έσερναν έξι Πήγασοι και ήταν περιτριγυρισμένο από πλήθος νεράιδων και δελφινιών. Μάλιστα, ολόγυρά του ήταν τοποθετημένες οι προτομές όλων των ημίθεων της φυλής των Ατλάντων από βαρύτιμο μάρμαρο, καθώς και οι χρυσοί ανδριάντες των δέκα πρώτων βασιλέων τους.
Πολυτελέστατο ήταν ακόμη και το εσωτερικό των ανακτόρων τους με τα λουτρά, τα θερμοκήπια και τα ιδιαίτερα διαμερίσματά τους όπου μορφώνονταν οι νέοι και όλα αυτά μαρτυρούσαν έναν ανώτερο πολιτισμό, όπως τουλάχιστον τα περιέγραφε ο Πλάτωνας.
Το πολιτειακό σύστημα της Ατλαντίδας ήταν το φεουδαρχικό. Η χώρα ήταν μοιρασμένη σε 60.000 μεγάλα κτήματα, των οποίων οι ιδιοκτήτες ήταν συγχρόνως και αρχηγοί κατά τη διάρκεια πολεμικών συρράξεων. Ο αριθμός των πολιτών που ζούσαν στις πόλεις και στα χωριά της ηπείρου αυτής ήταν μεγάλος. Κατά τους υπολογισμούς του Πλάτωνα, θα ήταν δυνατόν να κινητοποιηθούν σε περίπτωση πολέμου περίπου 200.000 άντρες.
Υπήρχε ανώτατος άρχοντας, οποίος μεριμνούσε για την απονομή της δικαιοσύνης μπροστά από τον ναό του Ποσειδώνα με κάθε επισημότητα, χωρίς να λείπουν και οι απαραίτητες θυσίες προς τους θεούς τους. Οι νόμοι ήταν χαραγμένοι πάνω σ’ έναν κίονα του ναού και οι άνθρωποι έπρεπε να δίνουν όρκο ότι θα τηρούσαν ευλαβικά τις παλαιές παραδόσεις.
Ως προς τον χαρακτήρα, οι Άτλαντες ήταν έντιμοι, ειλικρινείς και σώφρονες μέχρις ευφυΐας. Ο πλούτος δεν τους είχε μετατρέψει ούτε σε αλαζόνες ούτε τους είχε στρέψει στην απόλαυση μόνο της χλιδής. Είχαν κατανοήσει ότι η ευτυχία τους στηριζόταν στην αγάπη προς τον συμπολίτη τους και στην εργατικότητα. Μάλιστα, χάρις στη διατήρηση της «θεϊκής τους φύσης», έλεγε ο Πλάτωνας, οι Άτλαντες παρέμεναν για πολλά χρόνια πιστοί στις παραδοσιακές αρχές τους, στις οποίες όφειλαν τον πολιτισμό τους και την παραδείσια ευδαιμονία τους.
Μα, σιγά-σιγά και κυρίως λόγω της επιμειξίας τους με άλλες φυλές, άρχισαν να χάνουν τις αρετές τους και η ανθρώπινη φύση τους άρχιζε να εκτοπίζει τη «θεϊκή» τους υπόσταση και εν τέλει, να επικρατεί.
Έτσι, έχασαν το αίσθημα της αξίας των πραγμάτων, περιφρονούσαν αρχές που άλλοτε τιμούσαν και λάτρευαν όσα προηγουμένως θεωρούσαν υποδεέστερα και ευτελή. Στο τέλος, κατάντησαν άπληστοι και άρπαγες, ενώ παρεξέκλιναν εντελώς από τον δρόμο του θεού. Επομένως, ο Ζευς αποφάσισε να τους τιμωρήσει, ώστε να τους επαναφέρει στην ευθεία οδό.
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», στις 10/09/1931…