Ποιος δεν θυμάται αλήθεια τον αξέχαστο κωμικό Τάσο Γιαννόπουλο να καλεί ως πράκτωρ Κίτσος τη Γαστούνη;
Μοναδικός στο είδος του, έστειλε το «βλαχαδερό» του στα ουράνια της ελληνικής φιλμογραφίας χαρίζοντάς μας έναν λαϊκό ήρωα που είχε έρθει για να μείνει.
Μεγάλος μετρ της φαρσοκωμωδίας, ανακάτεψε βλάχους και τσαρούχια και γέννησε έναν τύπο που κάνει μονίμως γκάφες για να πετύχει τους σκοπούς του.
Άσος στους αυτοσχεδιασμούς, συχνά είναι ο μόνος που διασώζεται στις ταινίες του, αν και η περίπτωση του Γιαννόπουλου παραείναι ιδιοσυγκρασιακή για να εξαντληθεί στον Κίτσο του.
Μίμος απίστευτος, μπορούσε να μιμηθεί τις φωνές όλων των ιερών τεράτων του ελληνικού σινεμά, κάτι που του αναγνώριζαν όλοι οι μεγάλοι πανιού και σανιδιού. Και καθώς είχε συνεργαστεί με όλους, έκανε πια τους πάντες, σκαρώνοντας πλάκες μπροστά και πίσω από τις κάμερες.
Ο Γιαννόπουλος δεν έμενε βέβαια μόνο στη φωνή, καθώς μπορούσε να κοπιάρει όλα τα χαρακτηριστικά και τις χειρονομίες των «θυμάτων» του, αναπαράγοντάς τα με κέφι, μπρίο και μαεστρία.
Χαρακτηριστικό αυτού είναι η ταινία «Ο μπαρμπα-Γιάννης ο κανατάς», όπου ντουμπλάρει Αυλωνίτη και Σταυρίδη και κανείς δεν κατάλαβε ποτέ τη διαφορά! Μόνο αν το ξέρεις και δεις το φιλμ κάτω από αυτό το πρίσμα θα διακρίνεις μικροδιαφορές στη χροιά του Σταυρίδη, μιας και Αυλωνίτη έκανε καλύτερα και από τον ίδιο τον Αυλωνίτη.
Κι έτσι κατάφερνε να κλέψει τη λάμψη των πρώτων και να τραβά τα φλας, διαθέτοντας ταυτοχρόνως άφθονο ταλέντο και υποκριτική δεινότητα.
Με τη μόνιμη παρτενέρ του στις ταινίες που έκανε τον Κίτσο και σύζυγό του Λίζα Αλεξίου, ο Γιαννόπουλος έπλασε έναν αυθεντικό λαϊκό τύπο που ξεδίπλωσε ξεκαρδιστικά σε 14 φιλμ. Δυστυχώς έφυγε από τον κόσμο πολύ νωρίς, σε ηλικία μόλις 46 ετών, και δεν πρόλαβε να φανερώσει περισσότερες πτυχές του πολύπλευρου ταλέντου του.
Πρόλαβε πάντως να γνωρίσει την επιτυχία και να αγαπηθεί πολύ από το πλατύ κοινό…
Πρώτα χρόνια
Ο Τάσος Γιαννόπουλος γεννιέται το 1931 στη Μεσσηνία και από μικρός θέλει να γίνει ηθοποιός. Είναι εξάλλου μίμος φοβερός από τα μικράτα του και σκαρώνει συνεχώς φάρσες στο σχολείο, κάνοντας συμμαθητές και δασκάλους να σκάνε στα γέλια.
Κωμικό ταλέντο από τα γεννοφάσκια του λοιπόν, δεν θα μπορούσε να διαλέξει άλλον δρόμο στη ζωή…
Καριέρα
Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο θα έρθει το 1958, όταν του εμπιστεύτηκαν ένα μικρορολάκι στο μελόδραμα «Το κορίτσι της αμαρτίας». Από το πανί θα μεταπηδήσει μάλιστα στο σανίδι, καθώς το θεατρικό του ντεμπούτο θα έρθει την επόμενη χρονιά.
Κομμένος και ραμμένος για κωμωδία και επιθεώρηση, δεν θα του έπαιρνε πολύ να σκαρώσει τον δαιμόνιο επαρχιώτη που κατεβαίνει στην Αθήνα αναζητώντας την τύχη του, αν και βρίσκεται μονίμως μπλεγμένος σε απρόοπτες καταστάσεις.
Στις δύο σχεδόν δεκαετίες που ακολουθούν μέχρι να φύγει αιφνιδίως από τη ζωή, θα προλάβει να πάρει μέρος σε δεκάδες θιάσους και να συνεργαστεί στο σανίδι με όλους τους μεγάλους, τους οποίους μιμούνταν φυσικά στα παρασκήνια!
Με τον Σταυρίδη διατηρούσε μάλιστα σχέση μέντορα-μαθητή και ο κορυφαίος κωμικός μας απολάμβανε ιδιαίτερα τις μιμήσεις του Γιαννόπουλου, ιδιαίτερα όταν αυτός έκανε τον ίδιο τον Σταυρίδη. Από το λεγόμενο ελαφρύ θέατρο ξεπήδησε φυσικά αστέρας πρώτου μεγέθους, καθώς το κοινό συνέρρεε για να δει τις νέες περιπέτειες του «βλαχαδερού» του.
Την ώρα που γίνονταν αυτά, συνέχιζε κανονικά την κινηματογραφική του καριέρα και έπαιζε κυριολεκτικά σε αμέτρητες ταινίες κάθε χρόνο, πριν ακόμα ανακαλύψει τον Κίτσο του. Μέχρι το 1967 και το ανεπανάληπτο «Πράκτωρ Κίτσος καλεί Γαστούνη», ο Γιαννόπουλος είχε ήδη εμφανιστεί σε καμιά πενηνταριά(!) ταινίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν αρκετοί χαρακτηριστικοί ρόλοι που θα τον μετατρέψουν σε έναν από τους παραγωγικότερους δευτερορολίστες του ελληνικού σινεμά.
Αναφέρουμε ενδεικτικά τις εμφανίσεις του στα φιλμ «Του Κουτρούλη ο γάμος» (1962), «Ο Σταμάτης και ο Γρηγόρης» (1962), «Γαμπρός για κλάματα» (1962), «Το μεγάλο αμάρτημα» (1963), «Οι τουρίστες» (1963), «Ο καταφερτζής» (1964), «Η σωφερίνα» (1964), «Διαζύγιο αλά ελληνικά» (1964), «Γάμος αλά ελληνικά» (1964), «Ήταν όλοι τους κορόιδα» (1964), «Μερικές το προτιμούν χακί» (1965) και «Οι κυρίες της αυλής» (1966).
Από το 1967, όταν θα έρθει στην κινηματογραφική ζωή ο Κίτσος, ο Γιαννόπουλος θα γίνει πρωταγωνιστής φιλοτεχνώντας έναν από τους αυθεντικότερους λαϊκούς ήρωες του τόπου μας. Ο Κίτσος από τη Γαστούνη πιάνει δουλειά σε σουβλατζίδικο στο «Κίτσος, μίνι και σουβλάκι» (1968), κάνει τα παλαβά του στον «Κίτσο και τ’ αδέλφια του» (1968), φορά τα τσαρούχια του στο «Ένας ιππότης με τσαρούχια» (1968), αυτοσχεδιάζει αβέρτα στο «Έμπαινε Κίτσο» (1968), κλείνει το μάτι στο παγκόσμιο σινεμά στο «Για ένα ταγάρι δολάρια» (1969), παντρεύεται στο «Γαμπρός από τη Γαστούνη» (1969), ξαναφορά τα θρυλικά πατούμενα στο «Ένας χίππυς με τσαρούχια» (1970) και διασκεδάζει με την καρδιά του στο «Ένας Κίτσος στα μπουζούκια» (1970)…
Μόνιμη παρτενέρ του ήταν η σύζυγός του Λίζα Αλεξίου (η Ζέτα του Κίτσου), με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Ο λεβέντης και καραμπουζουκλής Κίτσος έκανε 14 ταινίες και διέτρεξε όλο το κινηματογραφικό φάσμα, από την μπουρλέσκ κωμωδία μέχρι και το μελόδραμα.
Ο μεσσήνιος ηθοποιός και διασκεδαστής δεν εξαντλήθηκε βέβαια στον Κίτσο. Στο ενεργητικό του έχει τα ιδιαίτερα από κάθε άποψη φιλμ «Ο καουμπόη του Μεταξουργείου» (1971) και «Ο Πούσκας των Πετραλώνων» (1972), αλλά και την πλέον αξιόλογη ταινία που απέδωσε η μακροχρόνια συνεργασία του με τον σκηνοθέτη Γιώργο Παπακώστα, τον φοβερό «Πατούχα» (1972). Εκεί ο Γιαννόπουλος θα παίξει τον Μανωλιό, ένα Κρητικόπουλο σωστό αγρίμι που το μόνο που ξέρει είναι να βόσκει πρόβατα, με φόντο την τουρκοκρατούμενη Κρήτη…
Μέχρι το 1977 που θα φύγει από τη ζωή, πρόλαβε να παίξει σε τέσσερις ακόμα ταινίες («Το πιο γρήγορο μπουζούκι» - 1973, «Όλοι θα ζήσουμε» - 1974, «Άγουρη σάρκα» -1974, «Μπουζάνκα αλά ελληνικά» - 1975), στέλνοντας τον συνολικό αριθμό των φιλμ που πήρε μέρος σε περισσότερες από 60 παραγωγές! Αλλά και μια τηλεοπτική σειρά, «Το παλιό το κατοστάρι», που προβλήθηκε το 1974 από την ΥΕΝΕΔ…
Όταν δεν έπαιζε στο θέατρο και δεν έκανε ταινίες, ο Γιαννόπουλος εμφανιζόταν σε κέντρα διασκέδασης, κάνοντας παρλάτες, σκετς και τις περιβόητες μιμήσεις του, που τον είχαν στείλει κατευθείαν στην καρδιά του ελληνικού κοινού…
Αιφνίδιο τέλος
Το αστείρευτο πραγματικά κωμικό ταλέντο του Γιαννόπουλου δεν είχε προλάβει να βγάλει όλους τους άσους από το μανίκι του, καθώς χτυπήθηκε από κίρρωση του ήπατος και νοσηλεύτηκε για λίγες μέρες σε κλινική της Κυψέλης, πριν κλείσει τα μάτια του στις 8 Νοεμβρίου 1977 , όντας μόλις 46 ετών.
Έφυγε από τον κόσμο σε μια εποχή που η καριέρα του βρισκόταν στον κολοφώνα της και ο ίδιος γνώριζε νέες δόξες. Κηδεύτηκε την επομένη στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας. Άφησε πίσω του τη σύζυγό του Λίζα Αλεξίου και τις δυο του κόρες, Λίντα και Χαρά, αλλά και τον πάντα κατεργάρη και τζαναμπέτη Κίτσο του…