Μια αποστολή του Ορυκτολογικού Μουσείου του Μπόχουμ της Δυτικής Γερμανίας είχε αναλάβει μια εκτεταμένη εξερεύνηση των ορυχείων της Κοιλάδας της Τίμνα, στο νότιο Ισραήλ. Η αποστολή αυτή είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον όλου του κόσμου και όχι μόνο των ειδικών, επειδή πιστευόταν ότι στην ίδια περιοχή ο Βασιλιάς Σολομώντας είχε τα περίφημα ορυχεία χαλκού.
Το έργο της αποστολής είχε προκαλέσει συγκίνηση στους μελετητές της Βίβλου. Γι’ αυτό, άλλωστε, είχε αναχωρήσει από το Μπόχουμ για το Ισραήλ και μια άλλη αποστολή, αποτελούμενη από είκοσι ειδικούς, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονταν μεταλλειολόγοι, μεταλλουργοί, αρχαιολόγοι και ειδικευμένοι οδηγοί ορυχείων. Οι δυο αυτές επιστημονικές ομάδες απαιτούσαν μεγάλα χρηματικά ποσά, ώστε να προχωρήσουν στο έργο τους και τη χρηματοδότησή τους την είχε αναλάβει η γερμανική Βιομηχανία.
Η εξερεύνηση των ορυχείων της Τίμνα, που απείχαν περίπου τριάντα χιλιόμετρα από την παράλια πόλη του Εϊλάτ στην Ερυθρά Θάλασσα, θεωρούνταν και για τις δυο αποστολές μια αναδρομή στην ιστορία των ορυχείων και της μεταλλουργίας.
Ο έγκριτος Γερμανός Καθηγητής της Ορυκτολογικής Αρχαιολογίας, Gerd Weisgerber, ανακοίνωσε ότι ήταν καταπληκτικά τα όσα είχαν επιτευχθεί πριν από χιλιάδες χρόνια με πρωτόγονα εφόδια και εργαλεία.
Για να προχωρήσει στο εξερευνητικό της έργο η αποστολή, ήταν αναγκασμένη να εργαστεί σε θερμοκρασίες, που έφτασαν υπό σκιά τους 45 βαθμούς, για να μετακινήσει τεράστιους σωρούς από άμμο, που είχαν καλύψει τις στοές των τριών από τα ορυχεία χαλκού, τα οποία είχαν ανοίξει οι αρχαίοι Εβραίοι σε εκείνη την περιοχή.
Η πρώτη αποστολή άρχισε να εργάζεται στα ορυχεία της Τίμνα το 1974. Όπως είχαν ανακοινώσει οι εκπρόσωποί της, οι στοές βρίσκονταν τότε σε βάθος 25 μέτρων και το ύψος τους δεν ξεπερνούσε τα 70 εκατοστά. Η εργασία, λοιπόν, ήταν ασφυκτική και εξόχως τρομακτική σε τόσο περιορισμένο χώρο.
Γύρω στο 3.500 π.Χ., στα ορυχεία στην κοιλάδα της Τίμνα εργάζονταν κοπιαστικά οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι που τα είχαν εντοπίσει. Είχαν παρατηρήσει ορισμένες φλέβες, που έφταναν μέχρι την επιφάνεια του εδάφους και τις εκμεταλλεύτηκαν. Σε λίγο διαπίστωσαν ότι οι χειμερινές πλημμύρες απέπλυναν και παρέσυραν μέρος του εδάφους από την επιφάνεια, με αποτέλεσμα να αποκαλύπτουν και άλλες φλέβες.
Οι ειδικοί των σύγχρονων αποστολών είχαν επίσης διαπιστώσει ότι γύρω στο 1400 π.Χ. μεγάλες αποστολές Αιγυπτίων διέβησαν την Ερυθρά Θάλασσα και έφτασαν στη μεταλλοφόρο περιοχή. Έσκαψαν περίπου 200 πηγάδια και επεξεργάζονταν τα ορυκτά επί τόπου. Εκεί έλιωναν το μέταλλο και παρασκεύαζαν διάφορα κράματα. Όταν η παραγωγή άρχισε να μειώνεται, οι Φαραώ έστειλαν νέες αποστολές με δούλους, ώστε να ανακαλύψουν καινούρια κοιτάσματα και να εγκαταστήσουν νέα ορυχεία χαλκού. Άλλωστε, ο χαλκός ήταν τότε περιζήτητο μέταλλο και ο Φαραώ Ραμσής ο Γ’ τον είχε χαρακτηρίσει «πολυτιμότερο κι από το χρυσάφι».
Ο Καθηγητής Gerd Weisgerber είχε πει: «Οι Αιγύπτιοι εργάτες των ορυχείων της Τίμνα έπρεπε να είχαν τη βοήθεια του Θεού». Οι συνθήκες εργασίας στις στοές ήταν κυριολεκτικά απίστευτες. Αλλά οι εμπειρογνώμονες του Μπόχουμ είχαν τη γνώμη ότι οι μεταλλειολόγοι μηχανικοί της αρχαίας εποχής γνώριζαν πάρα πολλά σχετικά με τα προβλήματα της εκμετάλλευσης των ορυχείων. Γνώριζαν πώς θα δούλευαν οι εργάτες με ασφάλεια και επιπλέον, διέθεταν ένα αξιοθαύμαστο σύστημα αερισμού στις αρχαίες στοές.
Η παραγωγή του χαλκού απαιτούσε ένα πολύπλοκο και μακροχρόνιο σύστημα. Για να διαχωρίσουν το ορυκτό από την άμμο, έπρεπε οι εργάτες να περιμένουν τις βροχές του χειμώνα. Αλλά και τα χυτήρια που είχαν κατασκευάσει ήταν τέλεια αναπτυγμένα και ικανά να παράγουν τη θερμότητα, που χρειαζόταν για να λιώσει το ορυκτό.
Ύστερα από τους Αιγύπτιους ή ίσως και παράλληλα με αυτούς, στα ορυχεία της Τίμνα εργάστηκαν ομάδες ατόμων για λογαριασμό των Βασιλέων του Ισραήλ. Κατόπιν, όμως, τα ορυχεία αυτά θεωρήθηκαν πολύτιμα και από τους Ρωμαίους κατακτητές, που τα εκμεταλλεύτηκαν μέχρι και το 350 μ.Χ.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», στις 09/11/1976…