Οι παλαιότατοι πολιτισμοί της Ασίας έχουν βαθύτατο ενδιαφέρον. Πριν από έξι περίπου χιλιάδες χρόνια, οι άνθρωποι κατοίκησαν τις πλούσιες περιοχές, ιδιαιτέρως στην κοιλάδα της Μεσοποταμίας και ανέπτυξαν ποικίλους και σπουδαιότατους πολιτισμούς.
Επίμοχθες προσπάθειες ατελείωτων γενεών ανέβασαν τη ζωή σ’ ένα εξαιρετικό επίπεδο διαβίωσης. Χτίστηκαν μεγάλες πόλεις με επιβλητικότατα ανάκτορα, πύργοι πανύψηλοι, κολοσσιαίοι ναοί αφιερωμένοι σε ποικιλώνυμους θεούς, τεράστια τείχη με πολλά φρούρια και πελώριες πόλεις.
Συνεπαρμένοι οι άνθρωποι της Ασίας από τα τιτάνια μεγέθη, ύψωσαν τα κτίριά τους όσο περισσότερο μπορούσαν, τα στόλισαν με ογκωδέστατα ανάγλυφα θεόρατων μορφών βασιλέων και φανταστικών ζώων. Μα, ο ατέρμονος ανταγωνισμός μεταξύ φυλών, κρατών και ανθρώπων οδήγησε σε ολέθριες συρράξεις, με μοιραίο επακόλουθο τη διαρπαγή, την καταστροφή και το σβήσιμο μιας περιοχής από τον χάρτη, ύστερα από την υποδούλωσή της στον νεοφανή κυρίαρχο.
Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι, Σουμέριοι, Χετταίοι, Ελαμίτες, αλλά και διάφορα μικρότερα κράτη, προβάλλουν ακόμα και σήμερα μαγικά στα μάτια μας τα δημιουργήματά τους, έπειτα από το πέρασμα των χιλιετηρίδων. Ο μυθώδης πλούτος των υπερήφανων κι αυταρχικών βασιλέων τους, η σημαντική για την εποχή νομοθεσία, η παράξενη σφηνοειδής γραφή, τα προϊόντα της τέχνης τους, η επίδοση στις επιστήμες και γενικά, το ρομαντικό ενδιαφέρον του σύγχρονου ανθρώπου να ξεδιπλώσει το ελκυστικό μυστήριο της Ανατολής, ώθησαν, εδώ και δεκαετίες, πολλούς επιστήμονες να ερευνήσουν τις χώρες των πανάρχαιων πολιτισμών και να προσπαθήσουν να αποκαλύψουν τα μυστικά τους.
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιοχές της Μεσοποταμίας υπήρξε ο χώρος του Ελάμ, όπου παρουσιάστηκαν και κατοίκησαν την τρίτη χιλιετηρίδα οι Ελαμίτες, μια φυλή γεμάτη μυστήριο ακόμα, που ο πολιτισμός της κρύβει πολλά άλυτα αινίγματα.
Το αρχαίο Ελάμ, πριν από τους Ελαμίτες, το κατοικούσαν οι Σουμέριοι, που υποχώρησαν οριστικά προς τα νότια του Ιράν, όταν τα κύματα της νέας φυλής, αν και είναι άγνωστο από πού προήλθαν, κατέκλυσαν τον χώρο.
Η χώρα αυτή βρισκόταν στα ανατολικά του Τίγρη ποταμού και από τη μια πλευρά της είχε την Ασσυρία και προς τα νότια είχε τη Βαβυλωνία. Πρωτεύουσα των Ελαμιτών ήταν τα Σούσα, όπου κατασκευάστηκαν τα μεγάλα ανάκτορα του πρώτου άρχοντα του τόπου. Το κράτος, όπως έδειξαν οι ανασκαφές, είχε ιδιότυπο φεουδαρχικό καθεστώς. Ο ανώτερος άρχων κατοικούσε στα Σούσα, ενώ οι μικρότεροι άρχοντες κατοικούσαν στους γύρω λόφους, σίγουρα οχυρωμένους, διατηρώντας κάποια σχετική ανεξαρτησία, αλλά, πάντως, υποτελείς στον Βασιλιά, που είχε την έδρα του στα Σούσα.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα, η Γαλλική Αρχαιολογική Αποστολή άρχισε να ερευνά τον χώρο του αρχαίου Ελάμ στο Ιράν. Εκεί, το 1956, η αρχαιολογική ομάδα, με αρχηγό τον Γάλλο αρχαιολόγο Roman Ghirshman, εντόπισαν τον λόφο, όπου κατοικούσε κατά πάσα πιθανότητα ο τρανός Βασιλιάς Untash και η Βασίλισσα Napir Asu. Επίσης, στη θέση αυτή η αρχαιολογική αποστολή ανακάλυψε και ανέσκαψε τον πιο σημαντικό λόφο, όπου υπήρχε το τέμενος του σπουδαιότερου θεού του ελαμιτικού Πανθέου, του Θεού Inshushinak και που αναγνωρίστηκε ως ο θρυλικός «Πύργος της Βαβέλ», σύμφωνα με τις Γραφές.
Οι ανασκαφές έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες για τη λατρεία της θεότητας Inshushinak, όπως γινόταν πριν από 3.500 χρόνια. Επίσης, ένα μεγάλο οχυρό τείχος με πύλες και ισχυρότατους πύργους περιέβαλε τον λόφο, αφήνοντας αρκετό χώρο ελεύθερο στο σημείο που άρχιζε η ανάβαση και όπου βρισκόταν ο ναός του θεού. Για να μπει κανείς στο τέμενος, περνούσε μέσα από διάφορες πύλες. Η σπουδαιότερη ήταν η βορειοανατολική, που οι ερευνητές την ονόμασαν Βασιλική Πύλη.
Ο δρόμος μέσα από την πύλη ήταν πλακόστρωτος και έφερε σημάδια από τους τροχούς των αμαξιών. Δεξιά κι αριστερά εντοπίστηκαν εφτά τράπεζες θυσίας, όπου θυσίαζαν τα ζώα που πρόφεραν οι Ελαμίτες στον θεό Inshushinak. Στην κατάληξη του δρόμου ανακαλύφθηκαν οι θρόνοι του Βασιλιά και της Βασίλισσας.
Ο «Πύργος της Βαβέλ», όπως χαρακτήρισαν οι αρχαιολόγοι τον λόφο αυτόν στην περιοχή του Ιράν, θεωρήθηκε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της ανθρώπινης υπερηφάνειας και ματαιοδοξίας. Σκοπός των Ελαμιτών δεν ήταν να φτάσουν τον ουρανό με τον επιβλητικό πύργο τους, αλλά να φέρουν τον ουρανό κοντά στη γη.
Επιπλέον, στην ανατολική γωνιά της Ιερής Περιοχής ανακαλύφθηκαν τέσσερις ακόμη ναοί, όπου τα πλήθη των πιστών κατέθεταν τα αφιερώματά τους, κυρίως αγαλματίδια και αγγεία. Σ’ έναν από τους ναούς, στο ιερό της θεάς της γονιμότητας Pinikir, βρέθηκαν αγαλμάτια λεαινών, κριαριών, πιθήκων και περιστεριών. Όλα έφεραν ένθετα μάτια, γεμάτα ζωή, κατασκευασμένα από ετερόκλητα υλικά, δίνοντας την εντύπωση ότι επιβεβαίωναν την παρουσία της ίδιας της θεάς Pinikir.
Αποκαλύφθηκαν ολόκληρα τετράγωνα κατοικιών, που ήταν συγχρόνως απέραντες νεκροπόλεις, διότι κάτω από τα πατώματά τους ήρθαν στο φως αμέτρητοι τάφοι. Οι Ελαμίτες συνήθιζαν να θάβουν τους νεκρούς τους κοντά στην Ιερή Συνοικία και μόνο μέσα στον πελώριο οχυρωματικό περίβολο που περιτριγύριζε και εξασφάλιζε την Κάτω Πόλη, θέλοντας να βρίσκονται οι ψυχές των νεκρών τους υπό την προστασία του Ιερού Πύργου. Τα απομεινάρια των νεκρών τα τύλιγαν με υφάσματα, που διαλύθηκαν μόλις ήρθαν σε επαφή με τον αέρα, κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, έχοντας διατηρηθεί ατόφια 35 ολόκληρους αιώνες.
Η ευρύτερη περιοχή των ανασκαφών στο Ιράν, που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, έχει μείνει γνωστή ως Ζιγκουράτ Chogha Zanbil.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», στις 03/09/1959…