Στα πρότυπα της ιταλικής μαφίας δρούσε πολυμελής σπείρα που διακινούσε ναρκωτικές ουσίες στη Δυτική Αττική και εξαρθρώθηκε την περασμένη εβδομάδα από την Ελληνική Αστυνομία.
Τα μέλη της διήγαν πολυτελή βίο, ζούσαν σε βίλες-φρούρια και κυκλοφορούσαν με πανάκριβα αυτοκίνητα, έχοντας μετατρέψει την πώληση ναρκωτικών σε οικογενειακή επιχείρηση.
Όπως γράφει το «Έθνος», οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ήταν εκείνοι που έδιναν τις εντολές και οι μικρότεροι αυτοί που τις εκτελούσαν. Ως «βαποράκια» χρησιμοποιούσαν ανήλικες αλλοδαπές και ημεδαπές προκειμένου να περνούν απαρατήρητες οι κινήσεις τους, ενώ με μαφιόζικες μεθόδους είχαν επιβάλει σιγή ιχθύος στη γειτονιά τους. Καθημερινά, όμως, κοντά στα υπερπολυτελή σπίτια τους σχηματίζονταν ουρές από δεκάδες χρήστες που έψαχναν για τη δόση τους, με τις καταγγελίες από κατοίκους της περιοχής προς τις Αρχές για τη δράση τους να είναι εκατοντάδες.
Ετσι, έπειτα από επισταμένες αστυνομικές έρευνες και κατάλληλη αξιοποίηση στοιχείων και δεδομένων η ΕΛ.ΑΣ. κατάφερε να εξαρθρώσει το οικογενειακό καρτέλ.
Συνολικά οι αστυνομικοί πέρασαν χειροπέδες σε 18 μέλη της «Καμόρα» εκ των οποίων οι 15 είναι ηλικίας από 20 έως 61 ετών και οι τρεις ανήλικοι. Συγκατηγορούμενοι των συλληφθέντων είναι ακόμα επτά άτομα τα οποία αναζητούνται, ενώ στη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους περιλαμβάνονται άλλοι 20, όλοι τους χρήστες ναρκωτικών ουσιών.
Οι οικογενειακοί τους δεσμοί και ο τρόπος λειτουργίας της οργάνωσης είχαν ως αποτέλεσμα ανάμεσά τους να υπάρχει υψηλό επίπεδο συνοχής, διασύνδεσης και εμπιστοσύνης, ελαχιστοποιώντας με αυτόν τον τρόπο το ενδεχόμενο οι διωκτικές αρχές να διακριβώσουν την παράνομη δράση τους. Εξω από τις βίλες τους, μάλιστα, είχαν φροντίσει να έχουν όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας, γεγονός που καθιστούσε πολύ δύσκολη την παρακολούθησή τους. Εκτός από κάμερες ασφαλείας προηγμένης τεχνολογίας, είχαν «χτίσει» ολόκληρο δίκτυο προστασίας με τσιλιαδόρους που βρίσκονταν όχι μόνο στα μπαλκόνια και στις ταράτσες αλλά και σε γύρω δρόμους.
Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, υπήρχε ένας τσιλιαδόρος ανά 300 μέτρα, ώστε με ένα σήμα του να αποφεύγονται έγκαιρα οι όποιες αστυνομικές επεμβάσεις. Ενδεικτικό της δυσκολίας εξακρίβωσης της δράσης τους είναι το γεγονός ότι αστυνομικοί χρειάστηκαν να υποδυθούν για μέρες τους οικοδόμους, προκειμένου αφενός να καταφέρουν να πλησιάσουν τους χώρους δράσης τους και αφετέρου να μπορέσουν να αποκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία για την εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών από τους ίδιους και τα σπίτια τους.
Τα μέτρα ασφαλείας των μελών της «Καμόρα των Ανω Λιοσίων», εντούτοις, δεν περιορίζονταν μόνο στους εξωτερικούς χώρους. Στις κατ’ οίκον έρευνες της Αστυνομίας διαπιστώθηκε ότι έκρυβαν τα ναρκωτικά σε κρύπτες στα πατώματα και στους τοίχους. Εκείνο που άφησε έκπληκτους τους αστυνομικούς, ωστόσο, ήταν το πώς κατάφερναν να κρύβουν τα αυτοκίνητα που χρησιμοποιούσαν για τη δράση τους. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι είχαν δημιουργήσει ειδικό ασανσέρ που «πάρκαρε» τα πανάκριβα οχήματά τους ακόμα και μέσα στα σαλόνια των υπερπολυτελών σπιτιών τους.