Τα ξημερώματα της τελευταίας ημέρας του 2017, η περιοχή του Κορινθιακού Κόλπου σείστηκε από μια όχι ιδιαίτερα ισχυρή αλλά αρκετά αισθητή σεισμική δόνηση 4,7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.
Οι σεισμολόγοι δηλώνουν ότι είναι πολύ νωρίς να κρίνουν αν πρόκειται για τον κύριο ή για προσεισμό, ωστόσο, καθώς ο Κορινθιακός Κόλπος είναι η περιοχή με την υψηλότερη παραμόρφωση του φλοιού της Γης σε όλη την Ελλάδα, αξίζει να δούμε τις εκτιμήσεις των ειδικών, όπως αυτές δημοσιεύονται σε σχετικό άρθρο του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής.
Παραμόρφωση
Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, η περιοχή του Κορινθιακού Κόλπου είναι εκείνη με τη μεγαλύτερη αλλοίωση του φλοιού της Γης στην Ελλάδα, αλλοίωση που όμως δεν δικαιολογείται από τη σεισμική δραστηριότητα, σύμφωνα με την έρευνα του διευθυντή Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, Αθανάσιου Γκάνα κι αυτό γιατί η συγκεκριμένη παραμόρφωση και σε τέτοια ταχύτητα προκαλείται συνήθως με σεισμούς άνω των 6,5 Ρίχτερ.
Γι′ αυτό και είναι πολύ σημαντικό να ερευνηθεί κατά πόσο τα ευρήματα της παραμόρφωσης υποδηλώνουν επερχόμενους ισχυρούς σεισμούς ή αν απλώς εξελίσσεται κάποιο τοπικό γεωλογικό φαινόμενο, όπως σημειώνει ο κ. Γκάνας.
Από την πλευρά του, ο δρ. Γεράσιμος Παπαδόπουλος, διευθυντής Ερευνών στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο Αθηνών, σημειώνει ότι στην επιστημονική έρευνα διεθνώς για τους προσεισμούς έχει παρατηρηθεί πως και οι μικρότερης έντασης σεισμοί έχουν προσεισμούς, όχι μόνο οι μεγάλοι.
«Αν και τα πρώτα 24ωρα εξελίσσονται ομαλά, ωστόσο δεν μπορούμε να πούμε ότι ο σεισμός των 4,7 Ρίχτερ ήταν ο κύριος. Η προσεισμική ακολουθία ενός μεγάλου σεισμού μπορεί να προηγηθεί μερικές μέρες μέχρι και μήνες. Πρέπει να δούμε πώς εξελίσσεται για να καταλήξουμε», αναφέρει ο δρ. Παπαδόπουλος και συμπληρώνει ότι μέσα από την ενόργανη παρατήρηση σχεδόν ενός αιώνα της σεισμικής δραστηριότητας στον Κορινθιακό έχει καταγραφεί ότι σε 17 μεγάλους σεισμούς άνω των 5,5 Ρίχτερ, οι 12 είχαν προσεισμική δραστηριότητα.
«Αυτή η έξαρση μικρών σεισμών που καταγράφεται στον Κορινθιακό από τις 25 Δεκεμβρίου και κορυφώθηκε στις 31 Δεκεμβρίου με το σεισμό των 4,7 Ρίχτερ είναι κάτι που μας προβληματίζει και είμαστε επιφυλακτικοί», σημειώνει ο δρ. Παπαδόπουλος, τονίζοντας πως ο τελευταίος σεισμός έγινε στην παράκτια περιοχή κοντά στην κωμόπολη της Θίσβης, ανάμεσα δηλαδή από τις δύο μεγάλες εστίες σεισμών, αυτή του 1970 που έδωσε 6,2 Ρίχτερ στην περιοχή Αντίκυρα κοντά στην Ιτέα και του σεισμού των Αλκυονίδων το 1981 με 6,7 Ρίχτερ.
Ποιο θα ήταν το κόστος ενός μεγάλου σεισμού στην περιοχή;
Ο Γεράσιμος Χουλιάρας, Ερευνητής Σεισμολογίας στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, αναφέρει πως αν και ο Κορινθιακός Κόλπος παρακολουθείται εδώ και 30 χρόνια από σεισμογράφους, ακριβώς επειδή υπάρχει μεγάλη σεισμική δραστηριότητα και παραμόρφωση, δεν υπάρχει κρατικός σχεδιασμός για το μεγάλο σεισμικό κίνδυνο της περιοχής.
«Το υψηλότατο κόστος ενός μεγάλου σεισμού στον Κορινθιακό δεν έχει εκτιμηθεί», δηλώνει ο κ. Χουλιάρας, επισημαίνοντας ότι από το 1981 που καταγράφηκε ο τελευταίος μεγάλος σεισμός στην περιοχή αλλά και από το 1999 και το σεισμό της Πάρνηθας, παρά τον τριπλασιασμό της δόμησης και την επιβάρυνση που έχουν υποστεί εκατοντάδες χιλιάδες κτίρια από τους μεγάλους σεισμούς, δεν υπάρχει σοβαρή αντισεισμική θωράκιση και ο κόσμος δεν έχει πλέον λεφτά να επιδιορθώσει ό,τι πρέπει.
«Τα κτίρια σκοτώνουν και όχι οι σεισμοί», είναι το μήνυμα του κ. Χουλιάρα, που καταλήγει λέγοντας ότι «στα χρόνια της κρίσης οι έλεγχοι έχουν μείνει στάσιμοι και τα κτίρια είναι τρωτά σε ισχυρό σεισμό».