Κάποτε, σε μια άλλη Ελλάδα οι άνθρωποι έδιωχναν τις μαύρες σκέψεις απ’ το τραπέζι τους κι άφηναν χώρο μόνο για τη χαρά. Ένα ευφρόσυνο μάθημα ζωής από το εξαίρετο –και πολύ διδακτικό– βιβλίο του «Η εποχή της όρεξης», 5 χρόνια φέτος από την έκδοσή του.
Σε μια αυλή έξω από την οποία περνώ ετοιμάζεται τσιμπούσι. Όλα τα πρόσωπα είναι στραμμένα προς το τηγάνι που έρχεται από το εσωτερικό του σπιτιού, κρατημένο σαν κάνιστρο σε αρχαία πομπή από το χέρι της αρχιέρειας νοικοκυράς. Μόλις τα συκωτάκια ρίχνονται στην πιατέλα, οι καθήμενοι τα υποδέχονται με ελαφρά επιφωνήματα, πολύ διαφορετικά από εκείνες τις φιλοφρονήσεις προς την οικοδέσποινα και τη μαστοριά της που δέκα χρόνια αργότερα θα θεωρούνταν ένδειξη κοσμιότητας στα μικροαστικά τραπέζια.
Είναι πρώιμο έως και άτοπο να λέγονται διάφορα κομπλιμεντάκια μόνο με το που σερβίρεται το έδεσμα. Αυτό φρονούσαν τότε οι ομοτράπεζοι. Και περίμεναν να αποφανθεί πρώτα ο οισοφάγος τους και μετά να μιλήσουν.
Με μαγνήτιζε ιδιαίτερα η σοβαρότητα με την οποία δοκίμαζαν τις πρώτες μπουκιές. Και τα επόμενα, όμως, στάδια της διαδικασίας ήταν αξιοπρόσεχτα. Η προσήλωσή τους σε ό,τι βρισκόταν μέσα στο στόμα τους, το άλεσμα της τροφής στον μύλο, η συνδυασμένη δράση για μερικά δευτερόλεπτα των τραπεζιτών και των κοπτήρων, κι έπειτα εκείνο το «μμμ…» εκ βαθέων, με το οποίο επικυρωνόταν η απόλαυση. Έφθαναν πλέον κοντά στη γευστική πλησμονή: σε λίγο δεν θα τους έλειπε το παραμικρό, όλη η φύση κι όλος ο πολιτισμός της κουζίνας θα βρίσκονταν πάνω στις θηλές της γλώσσας τους.
Ξεχείλιζαν από μια μεστωμένη ευχαρίστηση που τη χάζευα και που, παρότι ήμουν συνηθισμένος αρκετά με το θέαμα, μ’ άφηνε κάπως απ’ έξω: δυσκολευόμουν να την καταλάβω καλά, να μπω στο εσωτερικό της. Ένας νέος δεν μπορεί να ευχαριστιέται έτσι. Του λείπει η πείρα, του λείπουν ακόμη πολλοί πόνοι ώστε να μπορεί να εκτιμήσει, όταν έχει πια ξεφύγει απ’ αυτούς, την αξία μιας ηδονής που μοιάζει απλή. Τίποτε όμως δεν είναι απλό όταν έχεις προηγουμένως υποφέρει.
Τότε το κάθε τι που ξεφεύγει από την τανάλια του πόνου γίνεται τόσο πολύτιμο όσο εκείνα που θεωρούμε εκλεκτά επειδή σπανίζουν. Απορούσα βλέποντας την εύθυμη ομήγυρη. Πώς μπορούσαν κι έδειχναν τόσο ευχαριστημένοι με τόσο λίγα; Μερικές μερίδες συκωτάκια και δυο κιλά κοκκινέλι τούς είχαν ανεβάσει στους γαλαξίες, αν ήταν δυνατόν. Το σφάλμα στη σκέψη μου βρισκόταν ήδη στην αφετηρία: χαρακτήριζα λίγο αυτό που οι ίδιοι, τις στιγμές εκείνες, δεν το μετρούσαν καθόλου με όρους ποσότητας.
«Τίποτε δεν είναι απλό όταν έχεις προηγουμένως υποφέρει. Τότε το κάθε τι που ξεφεύγει από την τανάλια του πόνου γίνεται τόσο πολύτιμο όσο εκείνα που θεωρούμε εκλεκτά επειδή σπανίζουν».
Εξίσου όμως λαθεμένο θα ήταν να νομίσει κανείς ότι μπροστά μου φανερωνόταν τότε η συνετή στάση κάποιων ολιγαρκών. Σχεδόν ανύπαρκτη η αρετή αυτή σε τούτο τον τόπο. Απρόθυμοι όλοι να αρκεστούν στα λίγα και να μην προσδοκούν διακαώς τα περισσότερα. Ωσότου έρθει όμως η ώρα της δαψίλειας, το κάθε τερπνό που προέκυπτε ήταν για κείνους τους καλοφαγάδες, τους ανεκπαίδευτους στην επιτήδευση, ευπρόσδεκτο όσο και το πολλαπλάσιο και καλύτερό του· ήταν ικανοί να το νιώθουν αυτό