Με εμφανή αμηχανία και πρόδηλη ανησυχία παρακολουθεί η κυβέρνηση τις διεργασίες που συντελούνται, εν πολλοίς ερήμην της, στους κόλπους των δανειστών, με τις μέχρι πρόσφατα αντιμαχόμενες πλευρές να τα βρίσκουν στην πλάτη της Ελλάδας.
Οι δύο εξελίξεις που ήλθαν χθες από το Βερολίνο έπιασαν μάλλον απροετοίμαστη την ελληνική κυβέρνηση, που είδε αρχικά τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να δίνει σήμα για παρεμβάσεις (περικοπές συντάξεων δηλαδή) στο ασφαλιστικό από το 2018 και λίγο αργότερα τις κυρίες Μέρκελ και Λαγκάρντ να συμφωνούν ότι η όποια συζήτηση για την ελάφρυνση (και όχι κούρεμα) του ελληνικού χρέους θα γίνει με τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος και αφού προχωρήσουν οι συμφωνημένες «μεταρρυθμίσεις» (τα μέτρα για το αφορολόγητο, τις συντάξεις, κλπ).
Οι εξελίξεις αυτές διαψεύδουν του κυβερνητικούς ισχυρισμούς ότι η «συνολική συμφωνία», που αναμένει η Αθήνα, σε επόμενη συνεδρίαση του Εurogroup, περιλαμβάνει ρυθμίσεις για το χρέος ή νέα συμφωνία για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ καθιστούν δεδομένη την απαίτηση για λήψη σκληρών μέτρων, προς ικανοποίηση των θέσεων του ΔΝΤ. Κατέστη πλέον σαφές, κατά τα φαινόμενα, ακόμη και στον πιο αισιόδοξο κυβερνητικό παράγοντα ότι αφενός το ΔΝΤ ικανοποιεί την επιδίωξη του Βερολίνου να μην υπάρξει κανένα άνοιγμα της συζήτησης του ελληνικού χρέους σε μία περίοδο προεκλογικών συγκρούσεων στη Γερμανία και αφετέρου ότι οι ευρωπαίοι εταίροι ανταποκρίνονται θετικά στην απαίτηση του ΔΝΤ για επιπλέον μέτρα από την Ελλάδα, προκειμένου να καταστεί εφικτή η επίτευξη των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Το γεγονός μάλιστα ότι η κυρία Λαγκάρντ συνέδεσε τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα από την πρόοδο των «μεταρρυθμίσεων», παρατείνει τη σχετική εκκρεμότητα και την απόφαση που θα λάβει το Ταμείο. Με δεδομένο όμως ότι το Βερολίνο και όχι μόνο, θέλει το ΔΝΤ οπωσδήποτε στο πρόγραμμα, σημαίνει ότι η ολοκλήρωση της συμφωνίας θα πάρει κι άλλο χρόνο και κυρίως προϋποθέτει τη εκ των προτέρων -και το ταχύτερο δυνατό- λήψη μέτρων από την Αθήνα.
Το θολό έως βαρύ τοπίο συμπληρώνει και η διαπίστωση ότι κανείς σε Ευρώπη και ΔΝΤ δεν συζητά για τα περίφημα «αντισταθμιστικά οφέλη» ή «αντίμετρα» μίας συμφωνίας, που θα μπορεί να λάβει η Αθήνα, σε «ισοφάριση» των νέων μέτρων λιτότητας.
Ενδεικτικό της αμηχανίας που επέφεραν οι εξελίξεις αυτές στο Μαξίμου είναι ότι το πρωθυπουργικό επιτελείο ασχολήθηκε το βράδυ της Τετάρτης με τη ΝΔ και τα ερωτήματα που αυτή έθεσε για την… «εξαφάνιση» του Ευκλείδη Τσακαλώτου και του Γιώργου Χουλιαράκη και όχι με τα όσα συνέβαιναν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας στο Βερολίνο. Η ψυχρολουσία άλλωστε συμπληρώθηκε και από την παρέμβαση του Πιερ Μοσκοβισί, που λίγο πολύ διέψευσε τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης ότι θα λάβει 3 δισ. ευρώ δάνειο από την Παγκόσμια Τράπεζα για να δημιουργήσει 100.000 θέσεις εργασίας.
Στη παρούσα φάση, πάντως, η κυβέρνηση μοιάζει αδύναμη να κάνει οποιαδήποτε άλλη κίνηση, πέραν του να περιμένει τα τεχνικά κλιμάκια των δανειστών και να διαπιστώσει από κοντά τις απαιτήσεις τους. Ούτε πολιτική διαπραγμάτευση είναι εφικτή, ούτε άλλη πρωτοβουλία, πέραν ίσως των εσωτερικών χειρισμών για τον εξωραϊσμό του επερχόμενου συμβιβασμού και τη διαβεβαίωση περί ηρωικής διαπραγμάτευσης.