Στις αρχές του 20ου αιώνα ανακαλύφθηκε ένα άγνωστο έργο του μεγάλου Ιουδαίου ιστορικού και λόγιου, Ιωσήπου Φλαβίου, το οποίο, μεταξύ των άλλων, περιλαμβάνει κι ένα κεφάλαιο σχετικό με τη ζωή και τον θάνατο του Σωτήρος.
Το έργο αυτό του Ιωσήπου, εκτός από την τεράστια ιστορική του αξία, περιέχει και μια καταπληκτική αποκάλυψη. Κατά τον Ιώσηπο, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, που για περίπου δύο χιλιάδες χρόνια θεωρούνταν ο προδότης του Ιησού, ήταν στην πραγματικότητα παντελώς αθώος, ενώ ο Πόντιος Πιλάτος ήταν εκείνος που δωροδοκήθηκε, για να θανατώσει τον Χριστό.
Ο Ιώσηπος, στο έργο του «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία», είχε ασχοληθεί με την εμφάνιση του Χριστού στη Γη. Τα συγγράμματά του, μάλιστα, είναι τα μόνα ιστορικά κείμενα, τα οποία γράφτηκαν για τον Ιησού από κάποιον σχεδόν σύγχρονό του, καθώς ο μέγας αυτός ιστορικός γεννήθηκε το 37 μ.Χ., δηλαδή μόλις τέσσερα χρόνια μετά από τη Σταύρωση.
Στην «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» υπάρχει το εξής εδάφιο:
«Ανεφάνη ο Ιησούς, άνθρωπος σοφός, εάν είναι ορθό να τον αποκαλούμε άνθρωπο, διότι ποιεί ασυνήθιστα έργα. Πολλοί Ιουδαίοι, όπως και πολλοί Έλληνες, προσηλυτίστηκαν από Αυτόν. Ο Πιλάτος, όμως, Τον καταδίκασε σε θάνατο επάνω στον Σταυρό. Ωστόσο, όσοι τον αγάπησαν και τον πίστεψαν, δεν ένιωσαν να μειώνεται η αγάπη και η πίστη τους στο πρόσωπό Του, καθώς τους εμφανίστηκε ολοζώντανος τρεις μέρες μετά τη Σταύρωσή Του. Οι θείοι Προφήτες μιλούσαν για τον ερχομό Του πολλά χρόνια πριν και πολλά θαύματα έχει πραγματοποιήσει».
Αυτή είναι η πρώτη αφήγηση του Ιωσήπου για τον Ιησού, στην οποία πιστοποιείται η θεϊκή Του υπόσταση και την οποία, φυσικά, κατέκριναν οι ειδωλολάτρες.
Η νεότερη αφήγηση, όμως, του Ιωσήπου, που ανακαλύφθηκε, παραθέτει περισσότερες λεπτομέρειες για τη ζωή του:
«Τα έργα Του ήταν θαυμαστά και επιτελούσε θαύματα παράδοξα και παντοδύναμα. Γι’ αυτό, μου είναι δύσκολο να τον αποκαλώ άνθρωπο, αλλά ούτε και άγγελο. Ό,τι εξετέλεσε, το εξετέλεσε δια του λόγου, εμψυχωμένος από μια σφοδρή εσωτερική δύναμη. Κάποιοι πίστευαν πως ήταν ο πρώτος μας νομοθέτης, ο Μωυσής, που επέστρεψε από τους νεκρούς και είχε θεραπευτικές δυνάμεις. Άλλοι έλεγαν πως ήταν απεσταλμένος του Θεού. Πάντως, ο Ιησούς ήταν εντελώς αντίθετος με τον Νόμο και δεν τηρούσε την Αργία του Σαββάτου, κατά το αρχαίο έθιμο. Όμως, δεν έκανε τίποτα το εγκληματικό.
Με τα λόγια Του επηρέασε πολλούς, που Τον ακολούθησαν και ασπάστηκαν τη διδαχή Του. Επομένως, αρκετοί ήταν εκείνοι που νόμισαν ότι ο σκοπός Του ήταν να ελευθερώσει τους Ιουδαίους από τον ρωμαϊκό ζυγό.
Είχε συνήθειό Του να μένει για μακρά χρονικά διαστήματα στο Όρος των Ελαιών και εκεί να κάνει θαύματα θεραπευτικά. Εμφανίζονταν εμπρός Του απλοί άνθρωποι, ως και δούλοι. Όταν διαπίστωσαν τη δύναμή Του και πως όλα τα έπραττε μόνο με την ισχύ του λόγου Του, Τον παρότρυναν να εισέλθει στην πόλη, για να εξαφανίσει τους Ρωμαίους στρατιώτες και τον Πόντιο Πιλάτο και να γίνει κυβερνήτης τους. Μα, ο Ιησούς το θεωρούσε ανάξιό Του.
Κατόπιν, μόλις οι Ιουδαίοι αρχηγοί πληροφορήθηκαν όλα τούτα, συναντήθηκαν με τους Αρχιερείς τους και πήγαν στον Πιλάτο, για να τον ενημερώσουν.
Ο Πόντιος Πιλάτος, όμως, κατά τη διάρκεια της δίκης του Ιησού, συνειδητοποίησε ότι ο Χριστός ήταν εργάτης καλών έργων και όχι αδίκων, ούτε επαναστάτης, ούτε αγωνιζόταν για να καταλάβει πολιτική εξουσία. Έτσι, διέταξε να Τον ελευθερώσουν.
Τότε, ο Ιησούς μετέβη στον συνήθη τόπο Του και εκτελούσε τα ίδια έργα. Επειδή, όμως, ο λαός συνέρεε σε Εκείνον ακόμα πιο αθρόα κα τα έργα Του θαυμάζονταν ακόμα πιο πολύ, οι Γραμματείς ένιωσαν φθόνο υπέρμετρο και έδωσαν στον Πόντιο Πιλάτο τριάντα τάλαντα, ώστε να Τον φονεύσει.
Αφού έλαβε τη δωροδοκία ο Ρωμαίος Διοικητής, τους είπε ότι μόνοι τους έπρεπε να εκτελέσουν την επιθυμία τους. Χωρίς δισταγμό, οι Ιουδαίοι παρέλαβαν τον Ιησού και Τον σταύρωσαν, σύμφωνα με τον Αυτοκρατορικό Νόμο».
Το πιο εκπληκτικό σημείο της αφήγησης του Ιωσήπου είναι η δήλωση ότι ο Πιλάτος έλαβε τριάκοντα τάλαντα και όχι αργύρια, ώστε να επιτρέψει στους Αρχιερείς να θανατώσουν τον Χριστό. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης δεν αναφέρεται πουθενά από τον επιφανή ιστορικό.
Σημειωτέον, το ιουδαϊκό τάλαντο είχε πολύ μεγαλύτερη αξία από το αργύριο, πέρα από κάθε σύγκριση. Το τάλαντο θα άξιζε 160.000 χιλιάδες δραχμές, ενώ το αργύριο μόλις και μετά βίας θα έφτανε τις 40.000 δραχμές (σύμφωνα με τα δεδομένα του 1929).
Δεν ήταν, λοιπόν, δυνατόν να δωροδοκηθεί ο Πόντιος Πιλάτος, ο τρανός Ρωμαίος Επίτροπος της Ιουδαίας, με το ευτελές ποσό των τριάντα αργυρίων. Τριάντα τάλαντα, όμως, ήταν ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό και γι‘ αυτό, έγιναν αμέσως δεκτά από τον Πιλάτο.
Οι αρχικοί δισταγμοί του Πιλάτου για να καταδικάσει τον Ιησού, η ξαφνική μεταστροφή της γνώμης του και η οριστική παράδοση του Χριστού στους Αρχιερείς για να Τον σταυρώσουν, ενισχύει την ιδέα της δωροδοκίας, που αναφέρει ο Ιώσηπος Φλάβιος.
Άλλωστε, το γεγονός ότι ο Ιούδας κρεμάστηκε μόνος του, πρέπει να αποδοθεί, όχι σε μετάνοια για το έγκλημα, αλλά στη λύπη του, που ο λατρευτός του Κύριος προδόθηκε, συνελήφθη και τελικά, σταυρώθηκε.
Αν αποδεχτούμε αυτήν την άποψη, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης απαλλάσσεται από το αίσχος της προδοσίας και μεταβάλλεται σε έναν από τους πιο συμπαθείς μαθητές του Κυρίου.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 02/05/1929…