Η είδηση ότι στο Βρετανικό Μουσείο ανακαλύφθηκαν τμήματα ενός «Πέμπτου Ευαγγελίου» ήταν από εκείνες που μπορούσαν να συγκινήσουν, αλλά όχι και να εκπλήξουν τους ειδικούς μελετητές, ενώ ίσως θα οδηγούσε σε κάποιο λάθος τους απλοϊκούς περίεργους.
Το σφάλμα συνίστατο ως προς την ερμηνεία του «Πέμπτου Ευαγγελίου», ως ένα Ευαγγέλιο απροόπτως προστιθέμενο στα ήδη γνωστά τέσσερα, του Ματθαίου, του Λουκά, του Μάρκου και του Ιωάννη.
Ιδού πώς προέκυψε η ανακάλυψη. Πριν καιρό, το Βρετανικό Μουσείο είχε αγοράσει από έναν Αιγύπτιο αρχαιοπώλη μια δέσμη ελληνικών παπύρων σε πολύ κακή κατάσταση. Μερικά φύλλα ήταν κουρελιασμένα και γι’ αυτό η Διεύθυνση του Μουσείου προνόησε να τα διαφυλάξει μεταξύ μιας διπλής γυάλινης πλάκας, με τέτοιον τρόπο ώστε να επιτρέπουν την υπομονετική και μεθοδική εξέτασή τους από τους ειδικούς επιστήμονες.
Έτσι, ο Βρετανός Έφορος του Μουσείου και Παπυρολόγος Sir Harold Idris Bell, αφού εξέφρασε την υπόθεση ότι οι πάπυροι αναφέρονταν στον Χριστό, εμβάθυνε τις έρευνές του και έφτασε στο συμπέρασμα ότι πιθανόν να επρόκειτο για το «Ευαγγέλιο των Αιγυπτίων».
Επομένως, αν ο Bell είχε δίκιο, τότε το Ευαγγέλιο που ανευρέθηκε, δεν ήταν ένα Πέμπτο, μα ένα Απόκρυφο Ευαγγέλιο. Αλλά, τι είναι και ποια αξία έχουν τα Απόκρυφα; Κυρίως, αυτά συντάχτηκαν είτε από Χριστιανούς συγγραφείς, είτε από αιρετικούς. Επίσης, είναι πολυάριθμα, όπως το «Εβραϊκό Ευαγγέλιο», μεταφρασμένο στα ελληνικά και στα λατινικά, και το «Ευαγγέλιο της Ιστορίας του Ξυλουργού Ιωσήφ», του οποίου το πρωτότυπο κείμενο είναι γραμμένο στα αραβικά, αλλά το αρχικό κείμενο υποτίθεται ότι είχε γραφτεί στη συριακή γλώσσα. Ακόμη, το «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβ», γραμμένο στα ελληνικά και συντεθέν πριν το 150 μ.Χ., αλλά και το «Ευαγγέλιο του Θωμά Ισραηλίτου», όπως και το «Ευαγγέλιο των Αιγυπτίων», το οποίο οφείλει το όνομά του στη μακρά χρήση του από τους Αιγυπτίους.
Συνάγεται, λοιπόν, ότι η Απόκρυφη Φιλολογία δεν ήταν καθόλου σπάνια. Φυσικά, εάν οι νέοι αυτοί πάπυροι αποδίδονταν στο «Ευαγγέλιο των Αιγυπτίων», η ιστορική αξία τους θα ήταν ιδιαιτέρως σημαντική.
Ένας από τους πλέον οξυδερκείς και σχολαστικούς ιστορικούς του Χριστιανισμού, ο σημαίνων Louis Duchesn, αναφερόμενος στο «Εβραϊκό» και το «Αιγυπτιακό Ευαγγέλιο», έγραφε ότι το πρώτο το είχε υιοθετήσει η Ιουδαϊκοχριστιανική Εκκλησία της Παλαιστίνης. Αργότερα, μεταφρασμένο στα ελληνικά, διαδόθηκε σε πολλά μέρη και ιδίως στην Αίγυπτο, όπου εκεί βρέθηκε σε συναγωνισμό με ένα άλλο κείμενο, που το χρησιμοποιούσαν οι μη ιουδαΐζοντες Χριστιανοί.
Αυτό ακριβώς το Ευαγγέλιο ήταν που ανακαλύφθηκε στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο χρονολογείται πολλά χρόνια πριν το 150 μ.Χ. Αρχαιότατο, λοιπόν και όντως, εξαιρετικής σημασίας.
Σύμφωνα με τον Sir Harold Idris Bell, το πρώτο μεταφρασμένο τμήμα των παπύρων μας μεταφέρει στις όχθες του Ιορδάνη ποταμού, όπου ο Ιησούς έθεσε ένα περίεργο ζήτημα, το οποίο εξέπληξε τους ακροατές του. Ο Idris Bell υπέθεσε ότι τούτο αναφερόταν στο εδάφιο του Ευαγγελίου του Ιωάννη, στο οποίο ο Ιησούς, απευθυνόμενος σε μερικούς αριστοκράτες, λέγει: «Εάν ο σπόρος, πεσών στη γη, δεν αποθάνει, παραμένει άγονος. Εάν, τουναντίον, αποθάνει, παράγει πολύν καρπόν». Όμως, η συνέχεια του κειμένου έλειπε και η υπόθεση δε θα μπορούσε παρά να ήταν αυθαίρετη.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίασε κι ένα δεύτερο τεμάχιο, το οποίο είχε μεταφραστεί από τον Βρετανό Παπυρολόγο:
«Οι Φαρισαίοι ζήτησαν από τον όχλο να συλλέξει λίθους και να λιθοβολήσει τον Ιησού. Και οι άρχοντες του λαού εξέτειναν τη χείρα επ’ Αυτού, ώστε να δυνηθούν να Τον συλλάβουν και να Τον παραδώσουν εις τον όχλο. Αλλά αυτοί δεν μπόρεσαν να Τον συλλάβουν, διότι η ώρα της προδοσίας Του δεν είχε έρθει ακόμη. Και ο Κύριος απήλθε. Και ιδού, Τον πλησίασε ένας λεπρός και Του είπε: «Διδάσκαλε Ιησού, βαδίζοντας με λεπρούς και τρώγοντας μαζί τους στο καπηλειό, έγινα κι εγώ λεπρός. Εάν Συ το επιθυμείς, μπορώ να καθαριστώ». Και ο Κύριος του είπε: «Το επιθυμώ. Καθαρίσου» κι αμέσως, η λέπρα τον άφησε. Και ο Κύριος του είπε: «Πήγαινε και δείξε τον εαυτό σου στους ιερείς».
Ένα τρίτο απόσπασμα ανέφερε: «Οι Φαρισαίοι, πηγαίνοντας προς το μέρους Του, άρχισαν να Τον δοκιμάζουν με μια ερώτηση, λέγοντας: «Διδάσκαλε Ιησού, εμείς γνωρίζουμε ότι στάλθηκες από τον Θεό, για να μαρτυρήσεις, υπεράνω όλων των προφητών. Γι’ αυτό, εμείς λέμε…»
Το τέταρτο απόσπασμα έλεγε: «Και στρεφόμενος προς τους αρχηγούς του λαού είπε: «Ερευνάτε τις Γραφές στις οποίες πιστεύετε. Αυτές μαρτυρούν περί Εμού. Μην πιστεύετε ότι ήρθα, για να σας κατηγορήσω εκ μέρους του Πατρός μου. Υπάρχει κάποιος που σας κατηγορεί και είναι ο Μωυσής, στον οποίο εναποθέσατε τις ελπίδες σας. Και όταν εκείνοι είπαν: «Εμείς γνωρίζουμε καλά ότι ο Θεός μίλησε μέσω του Μωυσή, αλλά για Σένα δεν γνωρίζουμε από πού έρχεσαι», ο Ιησούς απάντησε: «Ιδού ότι η ευπιστία σας είναι φανερά…»
Για τους έμπειρους μελετητές της Καινής Διαθήκης, όλα αυτά τα κείμενα, που έφερε στο φως το Βρετανικό Μουσείο, δεν προσκόμιζαν τίποτα το νέο, ούτε από ιστορικής, ούτε από θρησκευτικής άποψης, όσον αφορά στη γνώση της ζωής του Ιησού. Μάλιστα, όλα αυτά βρίσκονται, σχεδόν κατά λέξη, στα κανονικά Ευαγγέλια και ιδίως στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη. Επομένως, υπήρξε βάσιμη η υπόθεση του Sir Harold Idris Bell ότι οι συγκεκριμένοι πάπυροι είτε χρησίμευσαν στον Ιωάννη, είτε, αντιθέτως, ήταν δικής του έμπνευσης.
Οπωσδήποτε, η μεγαλύτερη σημασία της ανακάλυψης έγκειτο στο ενδεχόμενο ότι αυτή συνταυτιζόταν με το αρχαιότατο «Αιγυπτιακό Ευαγγέλιο», πράγμα που θα καταδείκνυε τη γρανιτώδη ιστορικότητα των Ευαγγελίων, τα οποία αποδέχτηκε, άλλωστε, και ο Κανόνας της Εκκλησίας.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ», στις 09/02/1935…