«Μπορεί να ήταν ο Διομήδης, ή ο Οδυσσέας, ή ο Αινείας κάποιος από αυτούς που το πήραν, αλλά το θέμα είναι ότι βρίσκεται πλέον στην Ρώμη όπου το φυλά η Βέστα (η Ρωμαϊκή θεά της οικίας αντίστοιχη με την Εστία) η οποία βλέπει τα πάντα μέσα από το άσβεστο φως» (Οβίδιος, Ημερολόγιο 4.433).
Το ανωτέρω απόσπασμα αναφέρεται στο Παλλάδιον το οποίο ήταν το ξύλινο άγαλμα που έπεσε από τον ουρανό και προστάτευε την Τροία.
Θάνατος της Παλλάδος
Η Αθηνά ανατράφηκε από τον Τρίτωνα (γιο του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης) μαζί με την κόρη του Παλλάδα. Τα δύο κορίτσια ήσαν αχώριστα και συναγωνίζονταν στα παιχνίδια. Κάποια στιγμή ενώ ασκούνταν σε πολεμικές ασκήσεις, η Παλλάδα επρόκειτο να καταφέρει χτύπημα στην Αθηνά, εκείνη την στιγμή ο Δίας βλέποντας την σκηνή και φοβούμενος για την ασφάλεια της κόρης του, παρεμβάλλει μεταξύ τους την αιγίδα (δερμάτινη ασπίδα).
Η Παλλάδα αιφνιδιάζεται και έτσι βρίσκει την ευκαιρία η Αθηνά να την χτυπήσει. Το χτύπημα όμως ήταν σοβαρό με αποτέλεσμα να τραυματισθεί και να πεθάνει
Η κατασκευή
Η Αθηνά προκειμένου να τιμήσει την μνήμη της κατασκευάζει ξύλινο άγαλμα με ύψος τρείς πήχεις το οποίο αναπαριστούσε την Παλλάδα, έχοντας τα πόδια ενωμένα και κρατώντας στο δεξί χέρι ακόντιο και στο αριστερό αδράχτι και αφού έδεσε στο στήθος του την αιγίδα, η οποία αιφνιδίασε την φίλη της, ανέβασε το άγαλμα στον ουρανό τοποθετώντας το δίπλα στον Δία.
Η ρίψη
Αργότερα ο Δίας αποπλάνησε την Ηλέκτρα, μία από τις Πλειάδες και όταν αυτή κατέφυγε στο άγαλμα για να γλυτώσει, ο θεός οργισμένος έριξε το Παλλάδιο στην Τροία. Ορισμένοι λένε ότι μαζί με το Παλλάδιο, ο Δίας έριξε στους θνητούς την Άτη (δαιμονική θεότητα της αναστάτωσης, ψευδαίσθησης, καταστροφής και της τρέλας κόρη της Έριδας) κόβοντας τα μαλλιά της και δένοντάς τα γύρω από το κεφάλι του, δίνοντας όρκο να μην επιστρέψει ποτέ στον Όλυμπο.
Ο λόγος ήταν ότι τον είχε παραπλανήσει κατά την γέννηση του Ηρακλή, προτρέποντας τον να δώσει όρκο ότι το νεογέννητο θα κυβερνούσε επί Γης, γεγονός που εκμεταλλεύθηκε η Ήρα και αφού καθυστέρησε την γέννηση του Ηρακλέους, υλοποίησε τον όρκο για τον Ευρυσθέα ο οποίος κυβέρνησε τις Μυκήνες.
Στη συνέχεια ο Ίλος, γιος του Τρώα, γιού του Εριχθόνιου, γιού του Δαρδάνου, γιού του Δία και της Ηλέκτρας, ήρθε στην Φρυγία, όπου συμμετείχε σε αγώνες που διοργάνωσε ο βασιλιάς και νίκησε στο αγώνισμα της πάλης και ως έπαθλο, έλαβε πενήντα νέους και πενήντα κόρες. Επιπλέον ο βασιλιάς ακολουθώντας έναν χρησμό, του έδωσε μια αγελάδα, ζητώντας του να βρει έναν τόπο στον οποίο θα ξάπλωνε η αγελάδα.
Ο Ίλος στη συνέχεια πήγε μακριά, και τελικά η αγελάδα ξάπλωσε στον λόφο της Άτιδος. Τότε ο Ίλος προσευχήθηκε στον Δία πιστεύοντας ότι αυτό ήταν θεϊκό σημάδι. Ήταν τότε που είδε το Παλλάδιο, να πέφτει από τον ουρανό και να προσγειώνεται μπροστά από την σκηνή του, με αποτέλεσμα να τυφλωθεί, καθότι το Παλλάδιο δεν μπορούσε να το αντικρύσει θνητός.
Αλλά αργότερα, αφού έκανε προσφορές, ανέκτησε την όρασή του και στο ίδιο σημείο έχτισε την πόλη την οποία ονόμασε Ίλιον (Τροία) και έναν ναό στον οποίο τοποθέτησε το Παλλάδιο.
Άλλοι ισχυρίζονται ότι όταν η Χρύση (κόρη του Πάλλα) παντρεύτηκε τον Δάρδανο στην Σαμοθράκη, έφερε για την προίκα της το Παλλάδιο και άλλα δώρα της Αθηνάς συμπεριλαμβανομένων των μυστικών συμβόλων της θεών, στα μυστήρια των οποίων είχε μυηθεί. Ο Δάρδανος στη συνέχεια έχτισε ένα ναό στη Σαμοθράκη, όπου τελούσε μυστήρια προς τιμήν των θεών, τηρώντας παράλληλα τα ονόματά τους μυστικά.
Αργότερα ο Δάρδανος, θρηνώντας το θάνατο του αδελφού του Ιάσιου, άφησε τη Σαμοθράκη, και παίρνοντας μαζί του το Παλλάδιο, ήρθε στην χώρα στους πρόποδες του όρους Ίδα (στην αρχαία Τρωάδα) όπου κατοικούσαν οι Τεύκρονες (εκείνοι που κυβερνώνται από τον Τεύκρο, γιο του Σκαμάνδρου ο οποίος ήταν ποτάμιος θεός) και ίδρυσε μια πόλη την οποία ονόμασε Δαρδανία. Όσον αφορά στα ιερά αντικείμενα που είχε φέρει, ο Δάρδανος έλαβε τις ακόλουθες οδηγίες:
«Στην πόλη θα χτίσεις αιώνιους λατρευτικούς χώρους προς τιμήν των προγονικών θεών στους οποίους θα τελούνται θυσίες, λατρευτικές χορωδίες και θα φυλάσσονται. Για όσο καιρό παραμένουν αυτά τα ιερά πράγματα στη γη σας, τα δώρα της κόρης του Δία θα είναι η προστασία της πόλης από κάθε κακό» (Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκές Αρχαιότητες 1.68ff.).
Εξ αιτίας αυτής της προφητείας , το Παλλάδιο θεωρήθηκε ζωτικής σημασίας για την προστασία της πόλης.
Όταν ο Ίλος (απόγονος του Δαρδάνου) ίδρυσε την πόλη του, το Παλλάδιο μεταφέρθηκε από την Δαρδανία στην Τροία, όπου χτίστηκε ναός στην Ακρόπολη για την στέγασή του. Ανεξάρτητα από την προέλευσή τους (είτε βρέθηκαν από τον Δάρδανο, είτε από τον Ίλο) τα Παλλάδια (χτίσθηκαν σε πολλές πόλεις της Τροίας) προσανατολίζονταν προς τα άνω, καθότι είχαν σταλεί από τον ουρανό, ως υπόσχεση ασφάλειας της πόλης.
Ένα από αυτά είχε κλαπεί από τους Αχαιούς κατά τη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου και τα υπόλοιπα μεταφέρθηκαν από τον Αινεία στην Ιταλία, όπου ονομάζονταν έκτοτε Πενάτες (Ρωμαϊκή θεότητα προστάτες της οικίας και της Ρώμης) και απεικονίζονταν ως δύο νεαροί που κρατούσαν δόρατα.
Άλλοι ισχυρίζονται ότι οι Αχαιοί έκλεψαν ένα αντίγραφο, φτιαγμένο με σκοπό να τους παρασύρει και ότι ο Αινείας έφερε το Παλλάδιο στην Ιταλία, όπου φυλασσόταν επί εποχής Νούμα (ο δεύτερος βασιλιάς της Ρώμης) από τις Βεστιάδες (παρθένες οι οποίες επιμελούνταν την φωτιά στους ναούς της Βέστα στην Ρώμη και στις άλλες πόλεις).
Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι υπήρξε ένα και μοναδικό Παλλάδιο, το οποίο είτε βρέθηκε από τον Ίλο, είτε από τον Δάρδανο, είναι αυτό που έκλεψαν οι Αχαιοί και ουδένα λόγο είχε ο Αινείας να περισώσει το άγαλμα αφού τελικά αποδείχθηκε άχρηστο στην προστασία της πόλης.
Σε κάθε περίπτωση, η φήμη του Παλλαδίου ήταν τέτοια που κατά την αρχαιότητα χτίσθηκαν πολλά αγάλματα σε πόλεις.
Όταν κατά το δέκατο έτος του Τρωικού Πολέμου, πέθανε ο Πάρης, ο μάντης Έλενος και ο αδελφός του Δείφοβος φιλονίκησαν για το χέρι της Ελένης και όταν προτιμήθηκε ο Δείφοβος, τότε ο Έλενος εγκατέλειψε την πόλη και την κατοικία του στην Ίδη. Ήταν τότε που ο μάντης Κάλχας δήλωσε ότι ο Έλενος είχε στην κατοχή του τους χρησμούς που προστάτευαν την πόλη της Τροίας.
Έτσι ο Οδυσσέας αφού έστησε ενέδρα, συνέλαβε τον Τρώα μάντη και αφού παρουσίασε την πολύτιμη «λεία» στο στρατόπεδο των Αχαιών, τον ανάγκασε να πει πώς θα μπορούσαν να καταλάβουν την Τροία.
Ο Έλενος τότε προφήτευσε για κάθε θέμα που ερωτήθηκε, προτρέποντάς τους να φέρουν τα οστά του Πέλοπα, για να φέρουν τον Νεοπτόλεμο από τη Σκύρο, προκειμένου να πείσει τον Φιλοκτήτη (στην κατοχή του οποίου ήταν το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή) να έρθει από τη Λήμνο και να κλέψουν το Παλλάδιο , διότι όσο ήταν εντός των τειχών δεν μπορούσε να καταληφθεί η πόλη.
Υπάρχει όμως και ο ισχυρισμός ότι ο Έλενος δεν συνελήφθη, αλλά τον έφεραν ο Οδυσσέας και ο Διομήδης, όταν επέστρεψε αφού είχε φύγει από την Τροία λόγω τύψεων για ένα έγκλημα που διαπράχθηκε από το Πάρη.
Συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια εκεχειρίας, ο Πάρης δολοφόνησε ύπουλα τον Αχιλλέα και τον γιο του Νέστορα, τον Αντίλοχο (που άλλοι ισχυρίζονται ότι σκοτώθηκε σε μάχη, είτε από τον Μέμνονα ή από τον Έκτορα) στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα και συνεχίζοντας τις «ύβρεις» εναντίον θεών και ανθρώπων, θέλησε να ρίξει τα πτώματα του Αχιλλέα και του Αντιλόχου στα σκυλιά και τα όρνεα, γεγονός όμως απέτρεψε ο Έλενος, ο οποίος έδωσε εντολή να απομακρυνθούν τα πτώματα από τον ναό και να παραδοθούν στους Αχαιούς.
Έτσι, ο Έλενος, αφού έφτασε στο στρατόπεδο των Αχαιών ως ικέτης, εξήγησε τις πράξεις του, δηλώνοντας ότι δεν φοβάται το θάνατο, αλλά τους θεούς και κατόπιν αποκάλυψε τα προαναφερθέντα θέματα και την αλήθεια για το Παλλάδιο.
Ο επαίτης
Μετά την ομολογία του μάντη, ο Οδυσσέας πήγε τη νύχτα στην Τροία και αφήνοντας τον Διομήδη να αναμένει, μεταμφιέστηκε και μπήκε στην πόλη ως ζητιάνος. Εκεί αναγνωρίσθηκε από την Ελένη, που τον βοήθησε να κλέψει το Παλλάδιο και αφού σκότωσε αρκετούς φρουρούς, το μετέφερε στα πλοία με την βοήθεια του Διομήδη.
Όταν αργότερα ο Οδυσσέας ζήτησε τα όπλα του Αχιλλέα και αμφισβητήθηκε από τον Αίαντα, υπενθύμισε στους δικαστές την πράξη του, αναφερόμενος στον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο λέγοντας:
«Γιατί ο Οδυσσέας τολμά να βγει πέρα από τους φρουρούς, αφήνοντας τον εαυτό του στο σκοτάδι και μέσα της περνώντας μέσα από εχθρικά ξίφη, μπαίνει όχι μόνο στα τείχη της Τροίας, αλλά ακόμη και στην κορυφή της Ακρόπολης, κλέβοντας την θεά από το ιερό της και μεταφέροντας το άγαλμά της μέσα από τον εχθρό;………………….εκείνο το βράδυ κέρδισα την νίκη κατά της Τροίας …» (Οδυσσέας προς τους δικαστές. Οβίδιος, Μεταμορφώσεις 13.340).
……..και δείχνοντας προς το Παλλάδιο καταλήγει: «……αν δεν δώσετε σε εμένα τα όπλα, δώστε τα σε αυτήν» (Οβίδιος, Μεταμορφώσεις 13.380).
Η προδοσία
Ωστόσο, άλλοι ισχυρίζονται πει ότι ο Οδυσσέας και ο Διομήδης έμαθαν από τον προφήτη Αντήνορα, που δήλωσε ότι η Τροία θα καταστραφεί εάν το Παλλάδιο μεταφερόταν έξω από τα τείχη της πόλης.
Έτσι αφού μετέβη πήγε στην πόλη ως διαπραγματευτής, το πήρε από τον Αντήνορα ο οποίος πλησίασε την ιέρεια Θεανώ (σύζυγό του) και με απειλές και υποσχέσεις περί ανταμοιβής, πήρε από αυτήν το Παλλάδιο το οποίο έστειλε στον Οδυσσέα μέσω πιστών φίλων και συνεργών.
Μετά την πτώση της Τροίας (η οποία ακολούθησε αμέσως μετά χάρη στο τέχνασμα του Δουρείου Ίππου) προέκυψε αντιπαράθεση μεταξύ του Αίαντα του Τελαμώνιου από τη μία πλευρά και του Οδυσσέα και Διομήδη από την άλλη, αλλά όχι λόγω της πανοπλίας του Αχιλλέα, όπως ορισμένοι ισχυρίζονται, αλλά λόγω του Παλλαδίου. Ο Αίας θεωρούσε τον εαυτό του ήρωα και ως εκ τούτου εκτιμούσε ότι το Παλλάδιο του ανήκε.
Από την άλλη πλευρά, ο Διομήδης και ο Οδυσσέας ζήτησαν το Παλλάδιο, με την αιτιολογία ότι αυτοί ήσαν που το μετέφεραν.
Όταν ο Αίας στη συνέχεια υποστήριξε ότι ο Αντήνωρ ήταν αυτός που είχε μεταφέρει το Παλλάδιο, οι ίδιοι που δεν έχουν προβλήματα, ο Διομήδης αντέδρασε, αλλά όχι και ο Οδυσσέας, ο οποίος υποστηρίχθηκε από τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο, αφού ουδείς άλλος τολμούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τα κατορθώματα του Αίαντα.
Ωστόσο, είναι γνωστό ότι το έκαναν επειδή λόγω της μεσολάβησης του Οδυσσέα, επέστρεψε σώα και ασφαλής η Ελένη την οποία αγαπούσε ακόμη ο Μενέλαος. Διότι αν είχε γίνει το θέλημα του Αίαντα, η Ελένη θα είχε σκοτωθεί, καθότι πριν την άλωση της Τροίας, είχε δηλώσει ότι θα πρέπει να σκοτωθεί αυτός ο οποίος είχε προκαλέσει το θάνατο τόσων πολλών επιφανών ανδρών.
Η απόφαση των Ατρειδών (Αγαμέμνονα και Μενελάου) προκάλεσε αναστάτωση στο στράτευμα το οποίο χωρίσθηκε σε δύο παρατάξεις και όταν την επόμενη μέρα ο Αίας βρέθηκε νεκρός, ο Οδυσσέας φοβούμενος αυτούς που πίστευαν ότι ο Αίας είχε δολοφονηθεί ύπουλα, έπλευσε μακριά, αφήνοντας το Παλλάδιο πίσω για να το κρατήσει ο Διομήδης.
Κατά την επιστροφή από την Τροία, οι Αργείοι με επικεφαλής τον Διομήδη αποβιβάσθηκαν κατά λάθος λόγω σκότους, στην Αττική. Εκεί ο Δημοφών (γιος του Θησέα) αγνοώντας ότι εκείνοι που είχαν αποβιβαστεί ήσαν Αργείοι, τους επιτέθηκε και αφού σκότωσε αρκετούς, πήρε το Παλλάδιο.
Ωστόσο ορισμένοι εκτιμούν ότι το Παλλάδιο τελικά ήλθε στο Άργος, διότι ο Εργίνος (απόγονος του Διομήδη) πείστηκε από τον Τήμενο (ένας από τους Ηρακλειδείς και βασιλέας του Άργους) να κλέψει το Παλλάδιο από την πόλη (πιθανότατα πριν την κατακτήσει). Ο Εργίνος συναίνεσε, να βοηθηθεί από τον Λέαγρο, έναν φίλος του Τημένου.
Αλλά αργότερα ο Λέαγρος, έχοντας σπάσει την φιλία του με τον Τήμενο, πήρε το Παλλάδιο μαζί του και μετακόμισε στη Σπάρτη, όπου οι βασιλείς το παρέλαβαν με ικανοποίηση, τοποθετώντας το κοντά στο ιερό με τις κόρες του Λεύκιππου, οι οποίες είχαν παντρευτεί με τους Διόσκουρους.
Ορισμένοι όμως δεν πείθονται……………:
«Το Παλλάδιο, όπως λέγεται, έφερε προφανώς στην Ιταλία ο Αινείας». (Παυσανίας, Περιγραφή της Ελλάδας 2.23.5).