Σε έκθεσή της με τίτλο: «Αλ Κάιντα στην Υεμένη: μια υπό επέκταση βάση», η ICG, ένας ανεξάρτητος οργανισμός που αναλύει τις συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο, εξηγεί πώς η αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο (AQPA) και ο αντίπαλός της, το Ισλαμικό Κράτος, επωφελήθηκαν από τον πόλεμο και το χάος που επικρατούν στην Υεμένη από το 2014.
Ακόμη κι αν έχει υποστεί ήττες, η AQPA «ευημερεί σε ένα περιβάλλον όπου το κράτος καταρρέει, ενισχύεται ο διχασμός βάσει δόγματος, αλλάζουν οι συμμαχίες, υπάρχει κενό ασφάλειας και αυξανόμενος οικονομικός πόλεμος», επισημαίνει η έκθεση.
«Για να αντιστραφεί αυτή η τάση πρέπει να τερματιστεί η αρχική σύγκρουση», να βελτιωθεί η διακυβέρνηση στις ευάλωτες περιοχές και να χρησιμοποιηθούν στρατιωτικά μέσα «με συνετό τρόπο και σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές», τονίζει η ICG.
Ο οργανισμός εκτιμά ότι «αυτές οι προσπάθειες θα υπονομευθούν αν χώρες όπως οι ΗΠΑ, που ενδιαφέρονται να καταπολεμήσουν την αλ Κάιντα και το παρακλάδι του ΙΚ εν τη γενέσει του, προχωρούν σε στρατιωτικές ενέργειες που αγνοούν το περιφερειακό πλαίσιο και προκαλούν αυξημένο αριθμό θυμάτων μεταξύ των θυμάτων».
Η ICG αναφέρεται στην πρώτη επιχείρηση που εξαπέλυσαν οι ΗΠΑ μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ κατά της αλ Κάιντα που εξαπολύθηκε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο στην επαρχία Μπάιντα.
Δεν προσέφερε «τίποτε καλό» στις προσπάθειες «να αντιμετωπιστεί έξυπνα και αποτελεσματικά η AQPA», εκτιμά η έκθεση, σημειώνοντας ότι στην επίθεση αυτή σκοτώθηκαν «πολλοί άμαχοι, μεταξύ αυτών τουλάχιστον 10 γυναίκες και παιδιά», καθώς και άνδρες τοπικών φυλών, γεγονός που ενισχύει τη ρητορική της αλ Κάιντα, η οποία διατείνεται ότι «υπερασπίζεται τους μουσουλμάνους ενάντια στη Δύση».
Το Πεντάγωνο έκανε λόγο για 14 νεκρούς, μεταξύ αυτών «γυναίκες μαχήτριες» στις τάξεις της Αλ Κάιντα και ένας Αμερικανός στρατιώτης των ειδικών δυνάμεων. Η αλ Κάιντα από την πλευρά της ανακοίνωσε ότι σχεδόν 30 άνθρωποι σκοτώθηκαν, μεταξύ αυτών γυναίκες και παιδιά. Ένας αξιωματούχος της Υεμένης δήλωσε ότι 41 μέλη της αλ Κάιντα σκοτώθηκαν, ανάμεσά τους διοικητές καθώς και οκτώ γυναίκες και οκτώ παιδιά.
Η βασική σύγκρουση στην Υεμένη είναι μεταξύ των φιλοκυβερνητικών δυνάμεων και των σιιτών ανταρτών Χούτι, ενώ από τον Μάρτιο του 2015 στο πλευρό του στρατού έχει ταχθεί και ένας συνασπισμός σουνιτικών χωρών υπό τη Σαουδική Αραβία.
Σύμφωνα με την ICG, όλες οι πλευρές, τοπικές ή ξένες, «έχουν συμβάλει στην άνοδο» της AQPA και του ΙΚ, «ακόμη κι αν ισχυρίζονται ότι είναι εχθροί» των τζιχαντιστών.
Το γεγονός ότι ο συνασπισμός υπό τη Σαουδική Αραβία έχει «επικεντρωθεί» στο να εκδιώξει τους Χούτι και τους συμμάχους τους «ήταν μια ευλογία για την AQPA», η οποία μπόρεσε να συνάψει «σιωπηλές συμμαχίες» με σουνιτικές φυλές σε κάποιες περιοχές ακόμη και να πάρει όπλα από τον συνασπισμό, σύμφωνα με την έκθεση.
Η ICG επικρίνει έντονα και την αμερικανική τακτική των επιθέσεων με μη επανδρωμένα αεροσκάφη. «Οι επιτυχίες που σημειώθηκαν από την εξόντωση μελών και ιδεολόγων (της Αλ Κάιντα) δεν έχουν σταματήσει τη γρήγορη επέκταση της οργάνωσης», τονίζει.
Σύμφωνα με τη ICG, «πολλοί Υεμενίτες πιστεύουν ότι (τα πλήγματα με μη επανδρωμένα αεροσκάφη) είναι αντιπαραγωγικά και ότι τροφοδοτούν την απέχθεια προς τους Αμερικανούς και την κυβέρνηση της Υεμένης όταν σκοτώνονται άμαχοι».