Το 1939, η Καλαμπάκα είχε αποκτήσει τη φήμη ότι έβριθε από θησαυρούς και όλοι είχαν κυριευθεί από τη φρενίτιδα της αναζήτησης χρυσού. Ακούγοντας κανείς τις ειλικρινείς αφηγήσεις των απλοϊκών χωρικών για θησαυρούς και για τις άγνωστες σελίδες της αρματολικής εποποιίας, σχημάτιζε την εντύπωση ότι βρισκόταν σε έναν θεοδώρητο τόπο, που μαζί με τις ασύγκριτες φυσικές ομορφιές του και το προνόμιο να διαρρέεται από γάργαρους χειμάρρους, έκρυβε στα σπήλαιά του άφθονα μαλαματικά.
Οι αφηγήσεις αυτές των χωρικών είχαν προσλάβει ιδιαίτερο ενδιαφέρον με την άφιξη στην Καλαμπάκα μιας ολιγομελούς ομάδας, που είχε καταφτάσει από την Αθήνα, η οποία σκόπευε να διενεργήσει ανασκαφές στο όρος Κόζιακα, για την ανεύρεση των αμύθητων θησαυρών του Αλή Πασά.Λεγόταν πως οι θησαυροί αυτοί είχαν αρπαχτεί από τον καπετάν Περιστέρη, κοντά στο Μέτσοβο, από μια χρηματαποστολή του τυράννου των Ιωαννίνων προς τον Σουλτάνο της Πόλης.Η άφιξη της ομάδας σχολιάστηκε αρκετά σε ολόκληρο τον νομό Τρικάλων, διότι επικεφαλής της ήταν ο πρώην Εφέτης Αθανάσιος Νίκας, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν κάτοχος ενός σχεδιαγράμματος διαθήκης, που παρείχε κάθε χρήσιμη οδηγία για την ανακάλυψη του σημείου στο οποίο είχαν κρυφτεί οι 720 οκάδες χρυσού (περίπου 1.000 κιλά), που είχαν κλαπεί από τη χρηματαποστολή.Μάλιστα, η εν λόγω ομάδα συνοδευόταν και από ένα μέντιουμ, την Ευαγγελία Σπληνή, χάρις στις καταπληκτικές πληροφορίες της οποίας είχε κατορθωθεί να ανακαλυφθεί η Περιστερόβρυση, κοντά στην οποία τόσο η παράδοση όσο και η διαθήκη έλεγαν ότι κρυβόταν ο αμύθητος θησαυρός του Αλή Πασά.Δυστυχώς, μια μεγάλη κακοκαιρία και το άφθονο χιόνι που έπεσε εκείνες τις ημέρες στον Κόζιακα και την Πίνδο, δεν επέτρεψαν τη συνέχιση των ερευνών και τη διενέργεια των ανασκαφών σε ευρεία κλίμακα.Κατόπιν τούτου, ο Αθανάσιος Νίκας μαζί με την ομάδα του αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Καλαμπάκα και να αναχωρήσει για την Αθήνα. Αλλά δήλωνε αποφασισμένος να συνεχίσει πάση θυσία τις έρευνες την προσεχή άνοιξη και υπέγραψε σχετικό συμφωνητικό με τον ξενοδόχο της Καλαμπάκας, Χρ. Ι. Μάη.Ο κύριος Μάης δήλωνε πως ήταν εξαιρετικά αισιόδοξος για το αποτέλεσμα των ανασκαφών και βάσιζε πολλές ελπίδες στο μέντιουμ, το οποίο είχε χρησμοδοτήσει ότι
“οι θησαυροί υπάρχουν και ότι θα εντοπιστούν κατά 90 %”. Μάλιστα, είπε τα εξής:-Η κυρία Σπληνή είναι ένα θαυματουργό μέντιουμ. Πέτυχε να μας δώσει επακριβώς όλα τα σημάδια για να ανακαλύψουμε άνετα ένα άγριο και απρόσιτο μέρος, την ημικατεστραμμένη Περιστερόβρυση. Το ίδιο μέντιουμ κατάφερε να επικοινωνήσει με τα πνεύματα των αρματολών και να πληροφορηθεί κάθε λεπτομέρεια, που είναι χρήσιμη για την ανεύρεση του χρυσοφορτίου. Είμαι πεπεισμένος ότι θα βρεθεί ο χαμένος θησαυρός του Αλή Πασά, διότι όλες οι προβλέψεις μας μέχρις στιγμής έχουν ήδη επιβεβαιωθεί. Σας λέγω μονάχα ότι όταν επιχειρήσαμε να καταστρέψουμε εντελώς την Περιστερόβρυση, για να μην αφήσουμε κανένα ίχνος της, βρήκαμε στο σημείο και έναν ανθρώπινο σκελετό, θαμμένο στο υπέδαφος. Ασφαλώς ανήκει στον ατυχή κτίστη, που η διασωθείσα παράδοση τον φέρει ως αυτόν που φονεύθηκε από τους ληστές, για να μην καταδώσει στους χωρικούς την κρύπτη. Πολλοί δυσπιστούν για την ύπαρξη του θησαυρού. Ας δυσπιστούν…Αλλά και μια άλλη ομάδα ενδιαφερόταν να διενεργήσει στην ίδια περιοχή ανασκαφές, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, με επικεφαλής τον Α. Κορμέντζα. Ο Έφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας, κύριος Γαννόπουλος, τον παρέπεμψε στο Υπουργείο Οικονομικών, το οποίο ήταν αρμόδιο για τη χορήγηση της απαιτούμενης άδειας.Οι πυρετώδεις αναζητήσεις για τον θησαυρό του Αλή Πασά στο όρος Κόζιακα αναμένονταν να κορυφωθούν την άνοιξη του 1939, ενώ οι ελπίδες για την ανεύρεση του αμύθητου θησαυρού του Αλή Πασά ήταν μεγάλες.Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ”, στις 08/01/1939…