Τη βασική του αρχή για οικοδόμηση αξιοπιστίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης την ακολούθησε και στις επαφές του στο Βερολίνο. Εξέπεμψε το μήνυμα ότι έχει την «ιδιοκτησία» του προγράμματος, με την κρίσιμη επισήμανση ότι αυτό το δηλώνει προεκλογικά και όχι μετεκλογικά. Ο κ. Μητσοτάκης μίλησε στην Αγκελα Μέρκελ για το δικό του σχέδιο για τη φύλαξη των ελληνικών συνόρων και πήρε το ρίσκο να επαναλάβει ενώπιον του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε την πρότασή του για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Ενώπιον και των δύο υπογράμμισε το δικό του «ανήκομεν εις την Δύσιν», δηλώνοντας ότι η θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη και στο ευρώ είναι αδιαπραγμάτευτη.
Ηταν ο δικός του τρόπος να δηλώσει παρών, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν συμμετέχει σε καμία συζήτηση περί Grexit. Η συνάντηση με τη Γερμανίδα καγκελάριο ήταν μάλλον πιο βατή για τη νεοδημοκρατική αποστολή, καθώς δεν ήταν η παρθενική και οι συνεργάτες του κ. Μητσοτάκη επιμένουν ότι ο ίδιος έχει αναπτύξει μια καλή χημεία μαζί της. Ούτως ή άλλως, το ραντεβού με την κ. Μέρκελ δεν κινήθηκε μόνο γύρω από την οικονομία. Εστιάστηκε σε μεγάλο βαθμό στις προτάσεις της Ν.Δ. για το προσφυγικό.
Η συνάντηση με τον κ. Σόιμπλε εθεωρείτο εκ των προτέρων πιο «δύσκολη» και κυρίως πιο «τεχνική». Σύμφωνα με ανώτατες κομματικές πηγές, ο κ. Μητσοτάκης ανέλυσε –παρουσία του τομεάρχη Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα και του συμβούλου του για τα δημοσιονομικά Στέλιου Πέτσα– τη δική του πρόταση, η οποία προβλέπει χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα για να «ανασάνει η οικονομία». Ο πρόεδρος της Ν.Δ. κινήθηκε γύρω από το βασικό επιχείρημα ότι η βιωσιμότητα του χρέους αφορά τον ρυθμό ανάπτυξης, σύμφωνα με την Καθημερινή.
«Αν υπάρχει μια σοβαρή κυβέρνηση, μπορεί να επιτευχθεί υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης, ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει χαμηλότερα πλεονάσματα και μείωση του χρέους στo πλαίσιo που μπορεί να είναι αποδεκτό από τη Γερμανία», είπε, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», ο κ. Μητσοτάκης στον συνομιλητή του. Κι αυτό διότι η πεποίθηση που μετέφερε στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών είναι ότι τα πλεονάσματα παραμένουν υψηλά, εξαιτίας μιας κυβέρνησης που δεν εφαρμόζει τις μεταρρυθμίσεις και άρα δεν μπορεί να πετύχει τους απαιτούμενους ρυθμούς ανάπτυξης. Ο πρόεδρος της Ν.Δ. θεωρεί ότι τα πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% σε βάθος δεκαετίας διέπονται από την τιμωρητική λογική για την αδυναμία της κυβέρνησης να προωθήσει μεταρρυθμίσεις. Εξάλλου, και ο ίδιος ο κ. Σόιμπλε σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις έχει παραδεχθεί ότι το 3,5% «δεν βγαίνει» και ότι αποτελεί μέσο πίεσης για να μην εφησυχάζει το ελληνικό πολιτικό προσωπικό.
Η εικόνα αναξιοπιστίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος ήταν, εξάλλου, ο μεγαλύτερος εχθρός που είχε να αντιμετωπίσει ο κ. Μητσοτάκης κατά τις επαφές του στη γερμανική πρωτεύουσα. Το περίφημο «γιατί εσείς είστε διαφορετικοί;». Πάντως, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, από το σύνολο των επαφών, η κυρίαρχη αίσθηση είναι ότι το Βερολίνο δεν θέλει η Ελλάδα να αποτελέσει θέμα της προεκλογικής αντιπαράθεσης στη Γερμανία. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι, όμως, το γεγονός ότι οι συνομιλητές του κ. Μητσοτάκη αναγνώρισαν την προσπάθεια της προηγούμενης κυβέρνησης. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», η κυρίαρχη αίσθηση που εκφράστηκε ήταν ότι η χώρα έφτασε πολύ κοντά στο να βγει από το πρόβλημα το 2014, ή, μάλλον, για την ακρίβεια, όπως το έθετε αυτόπτης μάρτυρας των επαφών Μητσοτάκη, «μέχρι τα μέσα του 2014».
Η γαλάζια αποστολή, πάντως, είχε μαζί της και φακέλους με το πρόγραμμά της, τους οποίους ενεχείρισε σε όλους τους συνομιλητές της. Στον φάκελο με την οικονομική πρόταση αναλύονται οι επιδόσεις της οικονομίας τα τελευταία τέσσερα – πέντε χρόνια, τα πισωγυρίσματα της τελευταίας διετίας και η πρόταση της Ν.Δ. για χαμηλότερα πλεονάσματα και υψηλότερους δείκτες ανάπτυξης.
Ενδεικτική του πόσο πολιτικά «τοξική» ήταν η συζήτηση για το ελληνικό ζήτημα, είναι η παρατήρηση συνεργάτη του κ. Μητσοτάκη που ήταν παρών στις επαφές: «Το έδαφος ήταν πιο βατό όσο η συζήτηση μεταφερόταν από το πολιτικό στο επιχειρηματικό πεδίο». Ούτως ή άλλως, αυτό είναι ένα πεδίο προνομιακό για τον πρόεδρο της Ν.Δ., ο οποίος δηλώνει υποστηρικτής του υγιούς επιχειρείν και το τεκμηριώνει με συγκεκριμένες ιδέες. Δεν είναι τυχαία η υποδοχή, ούτε ο θερμός πρόλογος που του επεφύλαξαν 30 εκπρόσωποι κορυφαίων γερμανικών επιχειρήσεων.
Ψυχρολουσία στην Μπούντεσταγκ
Η συνάντηση με αντιπροσωπεία βουλευτών των Χριστανοδημοκρατών (CDU) και Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) στην Μπούντεσταγκ το βράδυ της Δευτέρας ήταν ψυχρολουσία για κάποιους από τους συνεργάτες του κ. Μητσοτάκη που τον συνόδευαν και δεν είχαν ξαναέρθει σε επαφή με τους βουλευτές που ψηφίζουν τα ελληνικά προγράμματα στο γερμανικό Κοινοβούλιο.
Οι περισσότεροι σοκαρίστηκαν από τις πιο ακραίες τοποθετήσεις, που υποστήριξαν ριζικές λύσεις έναντι του ελληνικού ζητήματος. Αυτές, εμμέσως πλην σαφώς, συνίστανται στην επωδό ότι οι Γερμανοί δεν προτίθενται να στηρίξουν στην Μπούντεσταγκ ακόμη ένα πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας, κάτι που θα οδηγούσε τη χώρα σε Grexit. Βέβαια, ο Πέτερ Ραμσάουερ του CSU που εξέφρασε αυτή την άποψη ανήκει στους «συνήθεις υπόπτους» που και στο παρελθόν έχουν υποστηρίξει δημοσίως ότι η Ελλάδα πρέπει να βγει από την Ευρωζώνη αντί να της δίνονται προγράμματα βοήθειας. Aλλοι απλώς εξέφρασαν την εδραιωμένη, πλέον, πεποίθηση περί αναξιοπιστίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος: «Γιατί εσείς να πετύχετε εκεί που οι άλλοι απέτυχαν;», ήταν η επωδός, στην οποία ο κ. Μητσοτάκης απάντησε ότι «εμείς θα είμαστε μια άλλη κυβέρνηση, θα τα κάνουμε όλα διαφορετικά». Δεν έλειψε και η επανάληψη ενός συνήθους «μότο» των Γερμανών για την ανεξαρτησία της φορολογικής διοίκησης. Εδώ οι βουλευτές πιάστηκαν αδιάβαστοι, αφού η φορολογική διοίκηση είναι πλέον ανεξάρτητη.