
Ο ελληνοτουρκικός διάλογος για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο ξεκίνησε μετά το Ελσίνκι και διήρκεσε έως το 2005 υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας. Επικεφαλής από ελληνικής πλευράς ήταν ο τότε διοικητής της ΕΥΠ, πρέσβης Παύλος Αποστολίδης. Αρωγός σε θέματα διεθνούς δικαίου ήταν ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης. Παρά την πλήρη μυστικότητα, οι κύριες παράμετροι των συζητήσεων ήταν οι ακόλουθες: Οι Τούρκοι έτειναν να αποδεχθούν ότι, όπως ορίζει το διεθνές δίκαιο, οι νήσοι του Αιγαίου διαθέτουν όλες ανεξαιρέτως υφαλοκρηπίδα. Γνώριζαν ασφαλώς ότι κάθε νησί ή βραχονησίδα έχει διαφορετική «επήρεια» (effect) στη διαμόρφωση των ορίων της υφαλοκρηπίδας του και ότι η μέγιστη επήρεια προβάλλεται από τον ηπειρωτικό όγκο που μπορεί να υπάρχει απέναντι. Δηλαδή, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι πιθανόν να αποφάσιζε ότι π.χ. η «επήρεια» της ηπειρωτικής Τουρκίας στην υφαλοκρηπίδα μεταξύ των τουρκικών ακτών και του Καστελλόριζου θα ήταν μεγαλύτερη από εκείνη του Καστελλόριζου.
Επίσης, η Τουρκία προέβαλλε το αίτημα να αποκτήσουν τα λιμάνια της (Σμύρνη, Κουσάντασι κ.λπ.) άνοιγμα στην αιγιαλίτιδα ζώνη, με αποτέλεσμα ο χάρτης του Αιγαίου να αποκτούσε εικόνα «χτένας» με αιχμές τις εξόδους των τουρκικών λιμένων. Για να ενισχυθεί περισσότερο η ελληνικότητα του θαλάσσιου άξονα Ρόδου-Καστελλόριζου, οι Τούρκοι φέρονται να πρότειναν την επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης και της υφαλοκρηπίδας στο Νότιο Αιγαίο πέραν όσων ορίζει το διεθνές δίκαιο, με «αντάλλαγμα» μια αντίστοιχη επέκταση υπέρ της Τουρκίας στο Βόρειο Αιγαίο.