Στα τέλη του 1929, ο καταξιωμένος Άγγλος αρχαιολόγος Howard Carter, αμέσως μετά την αποπεράτωση των εργασιών του στον τάφο του Τουταγχαμών, αποφάσισε να ασχοληθεί με την εύρεση του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Το ζήτημα του τάφου του τρανού Μακεδόνα στρατηλάτη δεν ήταν κάτι νέο. Θεωρούνταν αδιαμφισβήτητο από τους ειδικούς ότι ο τάφος του μεγάλου κατακτητή βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Εσφαλμένως, όμως, πολλοί υπέθεταν ότι η σορός του φυλασσόταν στο «Μνημείο του Μεγάλου Αλεξάνδρου», τη γνωστή σαρκοφάγο, στο Μουσείο της Κωνσταντινούπολης.
Η σαρκοφάγος αυτή, που ανακαλύφθηκε στη Σιδώνα της Φοινικίας, χαρακτηρίστηκε λανθασμένα ως τάφος του Αλεξάνδρου, εξαιτίας των εξωτερικών αναγλύφων της, τα οποία απεικόνιζαν τα πολεμικά του κατορθώματα.
Ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε, σύμφωνα με τις ιστορικές καταγραφές, την 13η Ιουνίου του 323 π.Χ. στη Βαβυλώνα, μετά από δωδεκαήμερη ασθένεια, όπου υπέφερε από οξείς πόνους και υψηλό πυρετό. Ο ίδιος είχε εκδηλώσει τη θέλησή του να ταφεί πλησίον του ναού του Άμμωνος Διός, του θεωρητικά θεϊκού πατρός του, στην Όαση της Σίβα, 600 χιλιόμετρα δυτικά της πεδιάδας του Νείλου.
Μάλιστα, για την κατασκευή της πολύτιμης άμαξας, η οποία θα μετέφερε τη σορό, απαιτήθηκαν δύο έτη. Τότε μόνο η νεκρική πομπή βάδισε προς την Αίγυπτο, υπό την καθοδήγηση του διαδόχου του, Φιλίππου.
Η νεκρική πομπή είχε φτάσει επιτέλους στη Συρία, όταν ο Πτολεμαίος, σατράπης της Αιγύπτου, έφτασε εκεί με τον στρατό του, ζητώντας να αναλάβει εκείνος τη διαφύλαξη του βαρύτιμου κειμηλίου, το οποίο και συνόδευσε στη Μέμφιδα. Εκεί, παρά την επιθυμία του μεγάλου νεκρού, τον ενταφίασε προχείρως, διότι η νέα παραθαλάσσια πρωτεύουσα, η Αλεξάνδρεια, ήταν ακόμη ένα απέραντο ναυπηγείο.
Μόνο μετά από μισό αιώνα περίπου, ο Πτολεμαίος ο Β’ μετέφερε τη σορό στην Αλεξάνδρεια, στον νεκρικό ναό, που ήταν κατασκευασμένος πάνω σε περίβλεπτη θέση. Ο σπουδαίος στρατηλάτης είχε ταφεί, σύμφωνα με τα μακεδονικά έθιμα, εντός τάφου σε σχήμα κλίνης.
Το πρώτο βασιλικό ζεύγος των Πτολεμαίων τάφηκε δίπλα στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μετά τον Πτολεμαίο τον Β’ με την Αρσινόη, τάφηκε και ο Πτολεμαίος ο Γ’ με τη Βερενίκη.
Ο Πτολεμαίος ο Δ’ ο Φιλοπάτωρ, προκειμένου να λησμονηθεί το φοβερό αμάρτημα της πατροκτονίας που είχε διαπράξει, το 215 ή το 214 π.Χ. αποφάσισε να συγκεντρώσει τα πτώματα όλων των προγόνων του, όπως επίσης και το ταριχευμένο πτώμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μέσα σε ένα μεγαλοπρεπές μαυσωλείο, ώστε να εξιλεωθεί.
Ο Πτολεμαίος ο ΙΑ’, όμως, αφαίρεσε τη χρυσή σαρκοφάγο του Μακεδόνα ήρωα και την αντικατέστησε με γυάλινη. Αργότερα, η τελευταία Κλεοπάτρα, εξαιτίας οικονομικών δυσκολιών, σύλησε τα μνημεία των αποθανόντων ηγεμόνων και υφάρπαξε όλα τα τιμαλφή αντικείμενα.
Γύρω στα τέλη του τρίτου μετά Χριστόν αιώνα, επί αυτοκτρατορίας Αυρηλιανού και Διοκλητιανού, το βασιλικό κοιμητήριο, κατά τη διάρκεια των εμφύλιων πολιτικών πολέμων, υπέστη ανεπανόρθωτες καταστροφές. Μετά από έναν αιώνα, δεν φαινόταν ούτε ίχνος του πια.
Ένα χρονικό της χριστιανικής εποχής ανέφερε την ανέγερση κάποιου ναού στο όνομα του Αγίου Ηλιού και Ιωάννου και περιέγραφε την ανακάλυψη θησαυρού χρυσών κοσμημάτων, που προέρχονταν από τον ναό του Μακεδόνα στρατηλάτη, κατά τη θεμελίωση του χριστιανικού ναού. Ο τόπος εκείνος ονομαζόταν Ντεμάς ή Ντιμάς (μνήματα) και σήμερα ονομάζεται Κομ-ελ-Ντεμάς (λόφος των μνημάτων).
Μέχρι τα μέσα του 1600, οι Μουσουλμάνοι πήγαιναν για προσκύνημα σ’ ένα οικοδόμημα, που το έλεγαν «Ο τάφος του Βασιλιά Ισκαντάρ», δηλαδή του Αλεξάνδρου. Συνεπώς, πολλοί ιστορικοί υποστήριζαν ότι ίσως οι τάφοι των Πτολεμαίων και του Μεγάλου Αλεξάνδρου να βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή του τζαμιού.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ¨ΠΡΟΟΔΟΣ», στις 19/12/1929…