Μαζί με τα λίγα υπολείμματα που σώζονται σήμερα ως μάρτυρες των Παθών του Χριστού, πολλοί λίγοι γνωρίζουν την ύπαρξη και ενός αντικειμένου που διατηρείται ανέπαφο σχεδόν και χρησίμευσε ως το κυριότερο μέσο για τον βασανισμό του Θεανθρώπου.
Το αντικείμενο αυτό είναι ο Στύλος, επί του οποίου ετέθη ο Χριστός για να μαστιγωθεί, πριν παραδοθεί από τον Πιλάτο στη μανία του αιμοδιψούς πλήθους.
Η Ρώμη, που θεωρείται από τους Καθολικούς ως «ιερή πόλη του Χριστιανισμού», απέκτησε τον Στύλο, μαζί με άλλα κειμήλια της χριστιανικής πίστης και τον φυλάττει στην εκκλησία του Αγίου Πρασσέντε, όπου χιλιάδες πιστών συρρέουν κάθε χρόνο για να τον προσκυνήσουν. Ο Στύλος είναι κατασκευασμένος από σκούρο μάρμαρο, έχει ύψος 65 εκατοστά και φέρει πολλά χρωματιστά στίγματα.
Οι περιστάσεις, υπό τις οποίες ο ιερός Στύλος του Μαρτυρίου μεταφέρθηκε από την Ιερουσαλήμ στην Αιώνια Πόλη, είναι άκρως ενδιαφέρουσες. Η Έκτη Σταυροφορία κατά των Τούρκων, η οποία πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’, συνεχίστηκε και από τον διάδοχό του, Ονώριο Γ’, ο οποίος απέστειλε στις αρχές του 1219 νέα αποστολή Σταυροφόρων στους Ιερούς Τόπους. Στις 5 Μαρτίου, κατελήφθη το ισχυρό φρούριο, αλλά οι Τούρκοι, ενισχυμένοι, επιτέθηκαν εκ νέου κατά των Σταυροφόρων, οι οποίοι, λιγότεροι αριθμητικά και αποδεκατισμένοι από τις κακουχίες, αναγκάστηκαν να παραδοθούν.
Μαζί με τους αιχμαλώτους ήταν και ο Καρδινάλιος Κολόννα, ο οποίος οδηγήθηκε στην Ιερουσαλήμ και καταδικάστηκε αμέσως σε θάνατο. Η εκτέλεση της αποφάσεως έπρεπε να γίνει δημόσια και με τα πλέον φρικώδη βασανιστήρια. Η παράδοση λέει ότι κατά την έναρξη των βασανιστηρίων, ο Καρδινάλιος περιελούσθη με λαμπρότατο φως, το οποίο τόσο εξέπληξε τους δημίους, ώστε αναγκάστηκαν να τον σώσουν και να του δωρίσουν, ως δείγμα της ευλάβειάς τους και της μεγάλης αφοσίωσής τους στον Θεό, τον Στύλο της Μαστιγώσεως του Χριστού.
Μέχρι τότε, ο Στύλος ήταν εκτεθειμένος στο λιθόστρωτο του πραιτοριανού παλατιού του Πιλάτου. Ο Καρδινάλιος Κολόννα, κατά την επιστροφή του στην Ρώμη, μετέφερε το χριστιανικό αυτό κειμήλιο, το οποίο τοποθετήθηκε επισήμως το 1223 στην εκκλησία του Αγίου Πρασσέντε.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», στις 30/04/1926…