Η Ελληνίδα που έζησε για δύο ολόκληρα χρόνια στη Βόρεια Κορέα μιλά για τη ζωή εκεί, τις τελευταίες εξελίξεις στις σχέσεις της χώρας με τις ΗΠΑ αλλά και για τον αν θα επέστρεφε ξανά.
Η Φραγκίσκα Μεγαλούδη είναι από αυτούς τους ανθρώπους που λίγο η δουλειά, λίγο οι συγκυρίες την έκαναν να ταξιδέψει σε γωνιές του κόσμου που οι περισσότεροι από εμάς θα δυσκολευτούμε να επισκεφθούμε. Και όταν λέμε ταξίδεψε, δεν εννοούμε σαν τουρίστας. Ήταν αρκετά τυχερή να μείνει σε διάφορες χώρες για καιρό και να έρθει σε επαφή με διαφορετικές κουλτούρες. Η πιο ενδιαφέρουσα εμπειρία της ήταν ίσως αυτή από τη Βόρεια Κορέα.
Όπως εξηγεί η ίδια, δεν πήρε μια μέρα ξαφνικά την απόφαση να πάει να ζήσει σε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα μέρη του πλανήτη. Πριν πάει στη Βόρεια Κορέα, ζούσε στην Ταϊλάνδη με την οικογένειά της, όπου εργαζόταν για το IRIN News, το πρακτορείο ειδήσεων. Όταν όμως στον πατέρα του γιου της πρότειναν μία θέση στο γραφείο του αντιπροσώπου του ΟΗΕ στη Βόρεια Κορέα, η Φραγκίσκα υποστήριξε αυτή την επιλογή καθώς ήθελε πολύ να ζήσει από κοντά αυτή τη χώρα. Έζησε εκεί για δύο χρόνια.
Μιλώντας, πάντως, για τον φόβο που μπορεί να νιώθει κάποιος αποφασίζοντας να μείνει σε μια χώρα με ένα τόσο συγκεντρωτικό καθεστώς, η Φραγκίσκα ομολογεί πως δεν αισθάνθηκε ποτέ κάτι τέτοιο. «Θεωρώ ότι ήταν πολύ πιο επικίνδυνα όταν ήμουν στη Βόρεια Νιγηρία, όπου ανά πάσα στιγμή μπορεί να εκραγεί δίπλα σου ένας βομβιστής αυτοκτονίας. Είναι πολύ πιο δύσκολες οι αποφάσεις που παίρνεις να πας σε κάποιες χώρες που είναι πραγματικά επικίνδυνες. Δεν υπήρχε κίνδυνος στη Βόρεια Κορέα».
Η αίσθηση που έχει κανείς για τη Βόρεια Κορέα είναι πως το κάθε βήμα σου παρακολουθείται κάτι που όμως η ίδια δεν ένιωσε ποτέ. Αυτό γιατί, όπως εξηγεί, φρόντισε να είναι προσεκτική απέναντι στο καθεστώς και να δείξει σεβασμό στην κουλτούρα της. Επίσης ήταν σημαντικό το ότι βρέθηκε στη χώρα με οικογενειακή βίζα του ΟΗΕ, ένα έγγραφο που της εξασφάλιζε ελευθερία κινήσεων και μια ζωή όπως για όλους τους πολίτες της χώρας.
Καθώς τα ντοκιμαντέρ και τα δημοσιεύματα που έρχονται από τη Βόρεια Κορέα μιλούν για απροσπέλαστες περιοχές, η Φραγκίσκα αποκαλύπτει πως η ίδια δεν αντιμετώπισε ποτέ πρόβλημα.
«Δεν μου απαγορεύθηκε η πρόσβαση κάπου. Μπορούσαμε να ταξιδέψουμε σε δύο επαρχίες χωρίς άδεια ενώ για τα πιο μακρινά ταξίδια απλά το αναφέραμε και δεν είχαν αρνηθεί ποτέ. Είναι εντελώς άλλο πράγμα να είσαι τουρίστας και εντελώς άλλο να είσαι με βίζα των Ηνωμένων Εθνών».
Όσον αφορά την ελευθερία των ίδιων των Βορειοκορεατών και τις επαφές τους με τον έξω κόσμο, μου εξηγεί πως τα πράγματα άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου. Μιλάει για μια εντελώς διαφορετική εικόνα σήμερα σε σχέση με τη δεκαετία του '90. Οι άνθρωποι δεν είναι πλέον τόσο απομονωμένοι. Όπως αναφέρει, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός Βορειοκορεατών που έρχεται σε επαφή με την Κίνα για εμπόριο καθημερινά, ενώ υπάρχει μια ξένη κοινότητα περίπου 1.000 ατόμων που ζει στην Πιονγκγιάνγκ. Οι περισσότεροι ξένοι που κυκλοφορούν είναι Ρώσοι και Κινέζοι. Οι τελευταίοι μάλιστα, της είχαν εκμυστηρευτεί πως η Βόρεια Κορέα τούς θύμιζε την Κίνα της προηγούμενης δεκαετίας.
Οι Βορειοκορεάτες δεν μιλούν ποτέ για πολιτικά κι αυτό έχει να κάνει, σύμφωνα με την ίδια, αφενός με την πολύ σκληρή ιστορία τους αλλά και με τον τρόπο που ο κομφουκιανισμός έχει εμποτίσει την ψυχή του συγκεκριμένου λαού.
«Στη θεωρία του κομφουκιανισμού υπάρχει η εικόνα του πατέρα — ηγέτη που οι πολίτες είναι σαν παιδιά και έχουν πλήρη υποταγή σε αυτόν. Επίσης, είναι μια χώρα που όταν έγινε ο πόλεμος ισοπεδώθηκε από τους βομβαρδισμούς των Αμερικανών οπότε ζητούσε διακαώς ένα σύμφωνο ειρήνης που δεν υπεγράφη ποτέ. Το πώς δημιουργήθηκε η σύγχρονη Βόρεια Κορέα πρέπει κάποιος να το τοποθετήσει πρώτα ιστορικά για να κρίνει το σήμερα. Ο λαός ναι, είναι λίγο υπερβολικός. Και φυσικά αυτό έχει επηρεαστεί από την επίσημη προπαγάνδα. Η προπαγάνδα όμως δεν πατάει σε κενό, παίρνει μια υπάρχουσα αντίληψη και την πολλαπλασιάζει. Όταν έγινε ο λιμός, οι Βορειοκορεάτες δεν φύγανε κατά ομάδες, μείνανε ακόμα και όταν πεθαίνανε. Αυτό δεν έχει να κάνει με την αστυνόμευση. Είναι κατά κάποιο τρόπο ο εθνικισμός», λέει.
Το Ιούνιο Κιμ Γιονγκ Ουν και Ντόναλντ Τραμπ συναντώνται στη Σιγκαπούρη και υπογράφουν κοινό ανακοινωθέν. Οι ΗΠΑ δεσμεύονται να παράσχουν «εγγυήσεις ασφαλείας» προς την Βόρεια Κορέα και από την πλευρά της η Βόρεια Κορέα δεσμεύεται ως προς την αρχή «της πλήρους αποπυρηνικοποίησης της Κορεατικής Χερσονήσου».
Για άλλους η κίνηση αυτή αποτέλεσε έκπληξη. Για την Φραγκίσκα ήταν αναμενόμενη αφού εκτιμά πως οι διεργασίες για ένα τέτοιο άνοιγμα από τη Βόρεια Κορέα είχαν ξεκινήσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Μια σειρά ιστορικών και κλιματικών συγκυριών και εσφαλμένων επιλογών του καθεστώτος που ξεκινούν από τη δεκαετία του '70 οδηγούν τη χώρα στον λιμό του 1994 και σε αβάσταχτη οικονομική δυσπραγία.
«Αυτή την περίοδο λοιπόν που η Βόρεια Κορέα ήταν σε πλήρη κατάρρευση, ο κόσμος συνειδητοποίησε χωρίς να κάνει επανάσταση ότι το κράτος δεν μπορεί να τους εγγυηθεί την επιβίωσή τους και αρχίζουν να δημιουργούνται οι ιδιωτικές αγορές. Το 2004 σταθεροποιείται η κατάσταση του λιμού και ξαφνικά το καθεστώς έχει να αντιμετωπίσει μια νέα κατάσταση, μια μεσαία τάξη».
Στο σημείο αυτό το κράτος προσπαθεί να πάρει πάλι τον έλεγχο της οικονομίας στα χέρια του και προχωρά σε μια σειρά μέτρων με στόχο τον αφανισμό της μεσαίας τάξης και τη δημιουργία μιας ευνοούμενης τάξης δημοσίων υπαλλήλων, πιστής στο καθεστώς. Η τάξη αυτή αγοράζει με μανία, καθώς ξέρει ότι τα χρήματα τους μπορούν να υποτιμηθούν ανά πάσα στιγμή και δημιουργούνται ελλείψεις στα πάντα. Από κει και μετά τελειώνει κάθε προσπάθεια του κράτους να ελέγξει την οικονομία και το 2011 πεθαίνει ο Κιμ Γιονγκ Ιλ.
Το νέο καθεστώς με ηγέτη πια τον Κιμ Γιονγκ Ούν, επιτρέπει όλες τις αγορές, άρει όλες τις απαγορεύσεις. «Και ξαφνικά έχεις μεσαία τάξη, ιδιωτική οικονομία σε αρκετά μεγάλο βαθμό, έχεις αρκετά προϊόντα και αυτό άλλαζε κάθε χρόνο. Κάθε χρόνο έβλεπες αλλαγές». Όπως αποκαλύπτει η Φραγκίσκα, επέτρεψε στα εργοστάσια να έχουν μάνατζερ και μπόνους ενώ προχώρησε και σε μια μεγάλη αγροτική μεταρρύθμιση.
«Στην ουσία έχει κάνει καπιταλισμό. Την ίδια ώρα, με την πλάτη της Κίνας, συνεχίζει το πυρηνικό πρόγραμμα φτάνοντάς το σε ένα σημείο όπου μπορεί πλέον να διαπραγματεύεται και τώρα κάνει το άνοιγμά του» καταλήγει.
Μετά την κορύφωση της έντασης μεταξύ ΗΠΑ και Βόρειας Κορέας την περασμένη χρονιά με αφορμή το πυρηνικό πρόγραμμα διερωτάται κανείς εάν ο Κιμ Γιουνγκ Ουν μετά τη Σιγκαπούρη είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει το πυρηνικό του πρόγραμμα ή αν μπλοφάρει.
«Εγώ θεωρώ πως έχει φύγει το παιχνίδι από τους Αμερικάνους πια γιατί τους περίμενε μια μεγάλη έκπληξη και αυτή ήταν η φιλία με τη Νότια Κορέα. Δεν είναι αυτοί οι κύριοι παίκτες. Είναι η Νότια Κορέα και κυρίως η Κίνα. Η Κίνα προτιμά μια πυρηνική δύναμη στη Βόρεια Κορέα παρά μια αμερικανική παρουσία. Πιστεύω ότι σε συνεργασία με τη Νότια Κορέα, η Βόρεια Κορέα θα προχωρήσει σε αποπυρηνικοποίηση. Δεν θα είναι πλήρης και δε θα γίνει μια κι έξω, θα χρειαστούν πολλά βήματα ώστε η οικονομία τους να σταθεροποιηθεί και να μην γίνει αλλαγή καθεστώτος.», εκτιμά.
Όσο για το αν θα γύριζε στη Βόρεια Κορέα, πριν μου απαντήσει νομίζω πως ήδη ξέρω τι θα πει. «Φυσικά», λέει, και προσθέτει με έμφαση πως η χώρα βρισκόταν σε τροχιά αλλαγής ήδη από την περίοδο εκείνη που ζούσε εκεί.
«Είναι μια μετάβαση αλλά δεν ξεκίνησε τώρα και συνεχίζεται ακόμα. Δεν είναι μια χώρα που έχει δημοκρατία, που έχει ελευθερία λόγου ούτε μπορεί ο καθένας να βγάλει ένα διαβατήριο και να πάει. Αλλά δεν είναι ότι θα σε εκτελέσουν και στο δρόμο. Η χώρα θα αλλάξει αλλά στο δικό της ρυθμό δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Πρέπει να γίνει μια πολύ ομαλή μετάβαση» καταλήγει.