«Δε νομοθετούμε μέτρα για μετά το 2018» είναι η σταθερή επωδός της κυβέρνησης και μετά την συνεδρίαση του Eurogroup, η οποία δεν οδήγησε στο πολυαναμενόμενο ξεπάγωμα της αξιολόγησης, παρά το γεγονός ότι όλες οι πλευρές επισήμαναν τον παράγοντα χρόνο και την ανάγκη αυτή να ολοκληρωθεί γρήγορα.
Η αντίδραση της ελληνικής πλευράς είναι μάλλον αμήχανη καθώς αποφεύγει να σχολιάσει τις πιέσεις προς την πλευρά της που εντείνονται και αναδεικνύει τα θετικά σχόλια για την πορεία της οικονομίας, ενώ αντικρούει τα περί ενιαίου μετώπου των θεσμών, διαβάζοντας διάσταση απόψεων στο θέμα του χρέους. Δηλώνει πως η προσπάθεια και οι συζητήσεις συνεχίζονται, αλλά δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει το πώς θα συνεχιστούν αυτές τις εβδομάδες που απομένουν ως το Eurogroup τoυ Φεβρουαρίου.
Μετά τη συνεδρίαση, κυβερνητικές πηγές ανέφεραν πως η κυβέρνηση « αξιολογεί ως πολύ θετική την αναγνώριση εκ μέρους των θεσμών της καλής πορείας της ελληνικής οικονομίας τόσο σε ό,τι αφορά τις προοπτικές ανάκαμψης και τους ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς το 2016 αναμένεται να κλείσει με θετικό πρόσημο, όσο και σε ό,τι αφορά τα δημόσια οικονομικά καθώς εκτιμάται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα ανέλθει στο 2% του ΑΕΠ».
Από τις Βρυξέλλες, ο υπουργός Οικονομικών μετά το πέρας της συνεδρίασης ανέφερε ότι :
Υπήρξε κοινή αντίληψη ότι η ανάπτυξη στην Ελλάδα είναι πολύ καλύτερη από ό,τι αναμενόταν. «Αναμένουμε το τέταρτο τρίμηνο να είναι ακόμα καλύτερο από το δεύτερο και το τρίτο και σε αυτή την περίπτωση, θα είμαστε σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης, μολονότι κάποιοι προέβλεπαν για το 2016 αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης».
«Όλοι συμφώνησαν ότι η δημοσιονομική υπεραπόδοση είναι εντυπωσιακή – σας υπενθυμίζω ότι είχαμε δημοσιονομικό στόχο ύψους 0,5% και πιστεύουμε ότι θα διαμορφωθεί στο 2% του ΑΕΠ».
Πέρα από τα στοιχεία της οικονομίας, σημείωσε πώς κοινή ήταν και η εκτίμηση ότι «με δεδομένη την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, είναι πολύ σημαντικό να καταλήξουμε το συντομότερο δυνατό στην ολοκλήρωση όλων των πτυχών της δεύτερης αξιολόγησης, στο χρέος και στη δημοσιονομική πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος του προγράμματος».
Κλείνοντας τη δήλωσή του ο Ευκλείδης Τσακαλώτος αναφέρθηκε στο ΔΝΤ και το αίτημά του να νομοθετηθούν τώρα μέτρα για την περίοδο μετά το πρόγραμμα. Και απάντησε ότι από οικονομικής πλευράς το αίτημα αυτό χρήζει επανεξέτασης, ενώ από ηθικής άποψης «εκφεύγει κατά πολύ των αναγκών της δημοκρατικής κουλτούρας της Ευρώπης» και «δεν είναι σωστό να ζητείται από μια χώρα σε πρόγραμμα να νομοθετήσει δυο – τρία χρόνια εκ των προτέρων τι θα κάνει το 2019».
Στο ίδιο μήκος κύματος κυβερνητικές πηγές στην Αθήνα σχολίαζαν πως η κυβέρνηση «αξιολογεί ως πολύ θετική την αναγνώριση εκ μέρους των θεσμών της καλής πορείας της ελληνικής οικονομίας τόσο σε ό,τι αφορά τις προοπτικές ανάκαμψης και τους ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς το 2016 αναμένεται να κλείσει με θετικό πρόσημο, όσο και σε ό,τι αφορά τα δημόσια οικονομικά καθώς εκτιμάται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα ανέλθει στο 2% του ΑΕΠ».
Βλέπουν σενάριο ολοκλήρωσης της αξιολόγησης χωρίς το χρέος
Πάντως δεδομένων των διαρροών σχετικά με το περιεχόμενο των εκθέσεων του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία και τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους που θα παρουσιαστούν στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου στις 6 Φεβρουαρίου, στην κυβέρνηση εκτιμούν ότι το Ταμείο ενδέχεται να αποφασίσει ότι δεν θα παραμείνει στο πρόγραμμα με ρόλο χρηματοδότη. Σύμφωνα με τις εν λόγω διαρροές στην σχετική με το χρέος έκθεση αναφέρεται ότι το ελληνικό χρέος δεν μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμο ακόμη και αν υιοθετηθεί το δημοσιονομικό μονοπάτι που προτείνει ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών, δηλαδή πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% για περίοδο δέκα ετών.
Ως επικρατέστερο εκτιμούν το σενάριο το ΔΝΤ να επιφυλαχθεί να απαντήσει αργότερα σχετικά με την συμμετοχή του ή μη στο ελληνικό πρόγραμμα, ώστε να μη προκαλέσει πρόβλημα λίγο πριν τις ολλανδικές εκλογές, επιλέγοντας στο μεταξύ, μέσα από τις γνωστές δηλώσεις προθέσεων ότι παραμένει δεσμευμένο στο ελληνικό πρόγραμμα, να δώσει το σήμα στους υπόλοιπους θεσμούς να κλείσουν την αξιολόγηση. Σε αυτή την περίπτωση, κι εφόσον δεν αλλάξει κάτι από πλευράς ευρωπαίων ως προς το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους, δε μιλάμε για συμφωνία – πακέτο, καθώς τα μεσοπρόθεσμα μένουν εκτός.
Η παραπομπή της συζήτησης για τα τελευταία (μεσοπρόθεσμα) από την κυβέρνηση διαβάζεται ως διαφωνία μεταξύ Ταμείου – Θεσμών, δεδομένου ότι το Ταμείο για να αποφασίσει τη συμμετοχή του, ζητά άμεσα περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους. Τέλος, κυβερνητικές πηγές μεταφέροντας κλίμα από τη συνεδρίαση του Eurogroup σημειώνουν πώς, ανεξαρτήτως του τι λέγεται σε επίπεδο δηλώσεων, όλες οι πλευρές αγωνιούν για το ελληνικό ζήτημα μένει ανοιχτό ενώ πλησιάζουν οι εκλογές, και επιθυμούν τη γρήγορη ολοκλήρωση της αξιολόγησης.