Τεκτονικές και παλαιοκλιματολογικές έρευνες ξεκίνησε να κάνει στον Κορινθιακό κόλπο το πλοίο- γεωτρύπανο Fugro Synergy, στο οποίο επιβαίνουν ξένοι και Ελληνες γεωεπιστήμονες.
Οι έρευνες αναμένεται να διαρκέσουν έως τα μέσα Δεκεμβρίου. Το πλοίο θα ανασύρει γεωλογικά δείγματα (πυρήνες), κάνοντας γεωτρήσεις σε τρία διαφορετικά σημεία στο κεντρικό και στο ανατολικό τμήμα του Κορινθιακού, σε βάθος έως 750 μέτρων κάτω από τον βυθό της θάλασσας.
Οι πυρήνες αυτοί θα προέρχονται από εναπόθεση ιζημάτων ηλικίας ενός έως δύο εκατομμυρίων ετών, αποτελώντας έτσι γεωλογικά «αρχεία» για τη γεωλογική και την κλιματολογική ιστορία του Κορινθιακού, αναφέρει το ΑΠΕ.
Το εξειδικευμένο πλοίο γεωτεχνικών ερευνών παρέμεινε για λίγο στο λιμάνι της Κορίνθου και αυτό το σαββατοκύριακο ξεκίνησε για την αποστολή του.
Οι έρευνες γίνονται στο πλαίσιο της «Αποστολής 381» του Διεθνούς Προγράμματος Ανακάλυψης των Ωκεανών (IODP), με επιστημονικά υπεύθυνες τις καθηγήτριες Λάιζα ΜακΝιλ του βρετανικού Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον και Ντόνα Σίλινγκτον του Γεωπαρατητηρίου Lamont-Doherty του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης.
Με τη διαδικασία αυτή οι επιστήμονες θα ρίξουν φως στις τεκτονικές διαδικασίες ταφρογένεσης που λαμβάνουν χώρα στον Κορινθιακό κόλπο, μια από τις πιο ενεργές σεισμικά περιοχές της Ευρώπης.
Η διάνοιξη των υποθαλάσσιων τάφρων (ταφρογένεση) είναι βασική γεωλογική διαδικασία με την οποία δημιουργούνται πολλές νέες λεκάνες στο βυθό των θαλασσών. Ταυτόχρονα, αποτελούν ενεργές ζώνες με μεγάλο δυναμικό για την πρόκληση σεισμών.
Ο Κορινθιακός προσελκύει το διεθνές επιστημονικό ενδιαφέρον και γιατί αποτελεί ένα εύκολα προσβάσιμο «εργαστήριο» της φύσης λόγω του σχετικά μικρού βάθους του. Από γεωλογική άποψη, η τάφρος του Κορινθιακού, κατά μήκος της λεκάνης του κόλπου, είναι πολύ νέα, καθώς σχηματίζεται εδώ και περίπου πέντε εκατομμύρια χρόνια.
Οι τομείς των μελετών
Οι ερευνητές θα εστιάσουν τις μελέτες τους σε τέσσερις τομείς: στις δυνατότητες της τάφρου να «δώσει» μελλοντικούς σεισμούς, στον τρόπο και στην ταχύτητα που εξελίσσεται διαχρονικά η γεωλογική δομή της τάφρου και πώς αυτή αλλάζει με κάθε νέα σεισμική δραστηριότητα, καθώς επίσης στον τρόπο που το επιφανειακό τοπίο μεταβάλλεται μετά τις εκάστοτε τεκτονικές και κλιματικές αλλαγές. Ακόμη, θα επιχειρηθεί η ανακατασκευή του αρχαίου κλίματος στον Κορινθιακό και ευρύτερα στην Ανατολική Μεσόγειο κατά τα προηγούμενα έως έως δύο εκατομμύρια χρόνια.
Η συμπλήρωση του παζλ
Η αποστολή σχεδιαζόταν επί πολλά χρόνια από πολλούς επιστήμονες. Όπως δήλωσε η ΜακΝιλ, «οι ερευνητές εργάζονται στην περιοχή του Κορινθιακού Κόλπου εδώ και πολλές δεκαετίες, εξετάζοντας ιζήματα και ίχνη ενεργών ρηγμάτων που είναι ορατά στην ξηρά, καθώς επίσης χρησιμοποιώντας τη θαλάσσια γεωφυσική για να απεικονίσουν τη λεκάνη της τάφρου και τη δομή της κάτω από το βυθό. Όμως υπάρχουν ακόμη πολύ λίγες πληροφορίες για την ηλικία των ιζημάτων και για το περιβάλλον της τάφρου κατά τα τελευταία ένα έως δύο εκατομμύρια χρόνια. Με τις γεωτρήσεις μας, ελπίζουμε να ανακαλύψουμε αυτό το σημαντικό κομμάτι του παζλ. Θα μας βοηθήσει να ξετυλίξουμε την αλληλουχία των γεγονότων, καθώς η τάφρος εξελίσσεται και -πράγμα σημαντικό- να δούμε πόσο γρήγορα ολισθαίνουν τα ρήγματα, τα οποία συχνά προκαλούν καταστροφικούς σεισμούς».
Από την πλευρά της, η Σίλινγκτον ανέφερε ότι «η αποστολή θα παρέχει πληροφορίες-κλειδιά που λείπουν σήμερα, σχετικά με την χρονική εξέλιξη και την ταχύτητα της δραστηριότητας των ρηγμάτων στην τάφρο της Κορίνθου. Αυτές οι πληροφορίες είναι πολύ σημαντικές όχι μόνο για την κατανόηση των ρηγμάτων και των φυσικών κινδύνων σε αυτή τη ζώνη, αλλά θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε και άλλες ενεργές και αρχαίες τάφρους ανά τον κόσμο».
Επειτα από τις υποθαλάσσιες έρευνες, σύμφωνα με πληροφορίες του ΑΠΕ θα ακολουθήσει η ανάλυση των γεωλογικών δειγμάτων που θα έχουν συλλεχθεί, η οποία θα γίνει στη διάρκεια του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου 2018, στο Κέντρο Θαλάσσιων Περιβαλλοντικών Ερευνών MARUM του Πανεπιστημίου της Βρέμης.
Από ελληνικής πλευράς, στην επιστημονική ομάδα που διεξάγει τις έρευνες και θα αναλύσει στη συνέχεια τα στοιχεία, συμμετέχουν ερευνητές από το Τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών (ο ιζηματολόγος Σπύρος Γεωργίου και η μικροπαλαιοντολόγος Μαρία Γεραγά), από το Τμήμα Γεωλογίας & Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών (η μικροπαλαιοντολόγος Κατερίνα Κούλη), από το Εργαστήριο Γεωφυσικής και Σεισμολογίας του ΤΕΙ στα Χανιά (ο πετροφυσικός Γιώργος Μίχας), καθώς επίσης η Ελληνίδα ιζηματολόγος Σοφία Πεχλιβανίδου από το Τμήμα Γεωπιστημών του νορβηγικού Πανεπιστημίου του Μπέργκεν.