Ο Ραμαντάν Αμπέντι, πατέρας του δράστη της επίθεσης στο Μάντσεστερ, υπήρξε στο παρελθόν μέλος της Λιβυκής Μαχητικής Ισλαμικής Ομάδας (LIFG), μιας ισλαμιστικής οργάνωσης που δρούσε τη δεκαετία του 1990 στη Λιβύη, όπως έγινε γνωστό σήμερα από πηγή των υπηρεσιών ασφαλείας της χώρας.
"Ναι, ήταν μέλος της LIFG" που μαχόταν το καθεστώς του Μουάμαρ Καντάφι, είπε ο Άχμεντ Μπεν Σάλεμ, ο εκπρόσωπος των υπηρεσιών ασφαλείας της Λιβύης, αναφερόμενος στον Ραμαντάν Αμπέντι ο οποίος συνελήφθη την Τετάρτη στην Τρίπολη.
Καθώς ήταν καταζητούμενος από το καθεστώς του Καντάφι, όπως εξάλλου και άλλα μέλη της LIFG, ο Ραμαντάν Αμπέντι αναζήτησε καταφύγιο στη Βρετανία. Επέστρεψε στην πατρίδα του το 2011, όταν ξέσπασε η εξέγερση, για να πολεμήσει στο πλευρό των ανταρτών εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων. Μετά την ανατροπή του Καντάφι είχε αναλάβει μια υπεύθυνη θέση στην Αστυνομική Διεύθυνση της Τρίπολης, πρόσθεσε ο Μπεν Σάλεμ που όμως δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει αν διατηρούσε ακόμη το αξίωμά του.
"Η έρευνα συνεχίζεται. Ανακρίνεται ακόμη από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Δεν μπορώ να δώσω περισσότερες λεπτομέρειες", κατέληξε.
Ο πόλεμος της Λιβύης και η Τερέζα Μέι
Η LIFG ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο Αφγανιστάν από Λίβυους που ήθελαν να πολεμήσουν τους Σοβιετικούς οι οποίοι παρέμειναν στη χώρα αυτή μετά την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων. Μόλις το 1995 όμως ανακοινώθηκε επίσημα η ίδρυσή της με μοναδικό σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος του Καντάφι. Με αυτό ως πρόσχημα, οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, φέρονται να χαλάρωσαν τους περιορισμούς στα μέλη της οργάνωσης που ζούσαν στη Βρετανία, έτσι ώστε αυτά να επιστρέψουν πίσω στη Λιβύη.
Ένας μαχητής ο οποίος μίλησε στο Middle East Eye είπε ότι είχε περάσει από συνέντευξη από έναν πράκτορα της MI5 ο οποίος τον ρώτησε αν ήταν «πρόθυμος να πάει στη μάχη».
Άλλοι ανέφεραν ότι όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στη Λιβύη, έψαξαν τρόπους να πάρουν πλαστά έγγραφα, επειδή τα διαβατήριά τους είχαν αφαιρεθεί ως μέρος των περιοριστικών εντολών ελέγχου που τέθηκαν σε αυτά από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου.
Ένας είπε ότι εντός των ημερών, οι αρχές είχαν επιστρέψει τα διαβατήριά τους, κι έτσι έφυγαν κατευθείαν για τη Λιβύη ώστε να πάρουν μέρος στον πόλεμο εναντίον του Καντάφι.
Την εποχή του πολέμου, η νυν πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Τερέζα Μέι ήταν Υπουργός Εσωτερικών, με την επιτήρηση της λειτουργίας της MI5. Δεν είναι σαφές αν γνώριζε για την απόφαση να χαλαρώσουν οι περιορισμούς των τζιχαντιστών και να επιστρέψουν τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα.
Αφού απέτρεψαν μια απόπειρα δολοφονίας του Μουάμαρ Καντάφι, οι υπηρεσίες ασφαλείας εξαπέλυσαν ανελέητο κυνηγητό εναντίον της οργάνωσης αυτής. Ο επικεφαλής της, ο Αμπντελχακίμ Μπελχάτζ, συνελήφθη από τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών και παραδόθηκε στην Τρίπολη το 2004.
Ο Καντάφι απελευθέρωσε τον Μπελχάτζ λίγους μήνες πριν από την εξέγερση του 2011. Μαζί με άλλα ηγετικά στελέχη της οργάνωσής του ο Μπελχάτζ πολέμησε στο πλευρό των ανταρτών και στη συνέχεια έγινε στρατιωτικός διοικητής της Τρίπολης. Παραιτήθηκε όμως από τη θέση του για να ιδρύσει το κόμμα Αλ Ουατάν.
Η σύνδεση με την αλ-Κάιντα
Η περιοχή του Μάντσεστερ στην οποία ο Σαλμάν Αμπέντι μεγάλωσε ήταν το σπίτι σε άλλων μελών του LIFG, συμπεριλαμβανομένων πρώην ανώτερων διοικητών, μαζί και του Αμπντ αλ-Μπασέτ Αζούζ, ο οποίος άφησε το Μάντσεστερ για να πάει στη Λιβύη και να διοικήσει μια 200-300 ανδρών ισχυρή μαχητική ομάδα για λογαριασμό του διαδόχου του Οσάμα Μπιν Λάντεν, Αϊμάν αλ-Ζαουάχρι. Ο Αζούζ φέρεται να είναι ειδικός κατασκευαστής βομβών.
Το 2002, ο πρώην πράκτορας της MI6 και πληροφοριοδότης, Ντέιβιντ Σέιλερ κατηγόρησε τη βρετανική υπηρεσία κατασκοπείας για συνομωσία με την τζιχαντιστική ομάδα σε μια αποτυχημένη προσπάθεια, το 1996, να σκοτώσουν τον Καντάφι, έναν ισχυρισμό που η βρετανική κυβέρνηση αρνείται σθεναρά.